Γράφει ο Ερμής:
Είχε παγωνιά εκείνο το βράδυ και το μικρό ποντικάκι, ο Θεατραλιστίκιν, τυλίχτηκε στη φθαρμένη κουβερτούλα του, προσπαθώντας να ζεσταθεί. Κρύωνε και πεινούσε, αλλά δεν ήθελε να εγκαταλείψει τη φωλιά του στο παλιό θέατρο για να αναζητήσει στέγη κάπου αλλού, όπου οι συνθήκες θα ήταν σίγουρα καλύτερες.
Ο αδελφός του τον παρακαλούσε να μετακομίσει μαζί του στο μεγάλο πολυκατάστημα που βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, αλλά ο Θεατραλιστίκιν αρνιόταν.
«Έλα» , του έλεγε ο αδελφός του. «Το κτίριο είναι καινούργιο, χωρίς τρύπες, ζεστό και στεγάζει τρία εστιατόρια όπου βρίσκω πάντοτε τροφή για να γεμίσω το στομάχι μου. Γιατί επιμένεις να κάθεσαι σ’ αυτό το παλιό θέατρο που έχει αρχίσει να καταρρέει;»
Ο Θεατραλιστίκιν κοιτούσε τον αδελφό του και συλλογιζόταν ότι είχε δίκιο, αλλά αδυνατούσε να απαρνηθεί το μέρος όπου – όχι μόνο είχε περάσει ολόκληρη τη ζωή του – αλλά είχε δει κυρίως τη μετουσίωση της φαντασίας, του ονείρου και της δημιουργίας.
Μια παλιά αποθήκη ήταν κάποτε το θέατρο. Μια αποθήκη η οποία, χάρη στις προσπάθειες, την προσωπική εργασία και το όραμα τριών νεαρών ηθοποιών, μετατράπηκε σε μια αξιοπρεπή θεατρική σκηνή.
Αρχικά, οι θεατές δεν γέμιζαν την αίθουσα, σύντομα όμως το ταλέντο των ηθοποιών τους δικαίωσε, οι κριτικοί τους αποθέωσαν και το θεατρόφιλο κοινό σχημάτιζε ουρές στο ταμείο για να αποκτήσει ένα εισιτήριο.
Καθώς λοιπόν οι παραστάσεις διαδέχονταν η μια την άλλη, τα έσοδα αυξάνονταν και το μικρό θέατρο επεκτάθηκε με την αγορά του διπλανού κτιρίου. Πλέον η παλιά αποθήκη είχε μεταμορφωθεί σε μια μεγάλη πολυτελή θεατρική σκηνή όπου παρουσιάζονταν οι ωραιότερες παραστάσεις του κλασσικού και σύγχρονου ρεπερτορίου.
Ο Θεατραλιστίκιν ήταν μικρούλης τότε, αλλά θυμόταν ακόμα πόσο όμορφα ήταν εκείνα τα χρόνια και πόσο ευτυχισμένοι ήταν ο ίδιος, ο αδελφός του και οι γονείς τους, αφού το θέατρο τους παρείχε στέγη, ζεστασιά και ένα σωρό λιχουδιές που ξετρύπωναν στα καμαρίνια των ηθοποιών και ιδίως στο γραφείο του φύλακα που ήταν καλοφαγάς και είχε πάντοτε γεμάτα τα συρτάρια του με προμήθειες.

Με το πέρασμα των χρόνων όμως όλα άλλαξαν. Οι ηθοποιοί που είχαν στήσει τον θίασο, γέρασαν και σταδιακά ο ένας μετά τον άλλο αποχώρησαν από το θέατρο. Έτσι, το τελευταίο έριξε την αυλαία του και καθώς – δεν υπήρξε κανένας για να το αναλάβει – έκλεισε.
Οι όμορφες ημέρες χάθηκαν. Οι γονείς του Θεατραλιστίκιν δεν υπήρχαν πια, ο αδελφός του ζούσε στο πολυκατάστημα και ο ίδιος αναπολούσε τις εικόνες του παρελθόντος και κυρίως της χριστουγεννιάτικης παράστασης που επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο και αναφερόταν στην ιστορία ενός κατασκευαστή παιχνιδιών που καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του προσπαθούσε να δημιουργήσει το ωραιότερο χριστουγεννιάτικο στολίδι. Ένα στολίδι που όλοι θα ήθελαν να κρεμάσουν στο έλατο.
Επί τριάντα ολόκληρα χρόνια επομένως είχε κατασκευάσει άπειρα στολίδια τα οποία οι πελάτες του έκριναν ως εξαιρετικά. Ο ίδιος όμως παρέμενε πάντοτε ανικανοποίητος και θεωρούσε ότι δεν είχε κατακτήσει τον στόχο του. Κάθε φορά έλειπε κάτι, μια λεπτομέρεια, είτε στο χρώμα, είτε στο σχέδιο, είτε στο σχήμα και ο φόβος του επιβεβαιωνόταν από τους ίδιους τους πελάτες, οι οποίοι αγόραζαν μεν τα στολίδια, αλλά δεν είχαν το βλέμμα της λάμψης που ποθούσε να αντικρίσει ο κατασκευαστής.
Η εν λόγω παράσταση ήταν μουσικοχορευτική και ο Θεατραλιστίκιν μαγευόταν από τις κινήσεις του μπαλέτου και τους ήχους της ορχήστρας. Πόσο ρυθμικές ήταν οι χορευτικές φιγούρες και πόσο όμορφα συντονιζόταν η μουσική με την εναλλαγή συναισθημάτων και φωτός.
Παρόλο δε που ο Θεατραλιστίκιν είχε αποστηθίσει κάθε φράση και κάθε μορφασμό των πρωταγωνιστών του έργου, κάθε χρόνο περίμενε με αγωνία την τελευταία σκηνή και στεκόταν άναυδος , ωσάν να ήταν πάντα η πρώτη φορά που παρακολουθούσε τον κατασκευαστή να συγκινείται, όταν γέρος πια, αντίκριζε επιτέλους το βλέμμα που αναζητούσε στο πρόσωπο μια συνομήλικής του.
Μιας ηλικιωμένης κυρίας που του έδειχνε μια από τις αρχικές δημιουργίες του – ένα αστέρι – και του ζητούσε ένα αντίστοιχο για να το χαρίσει στην εγγονή της.
Ένα άστρο που κοσμούσε την κορυφή του δέντρου από τον πρώτο χρόνο του γάμου της και το οποίο συνδέθηκε με τις όμορφες, αλλά και άσχημες στιγμές της οικογένειάς της.
Ο Θεατραλιστίκιν δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του, οσάκις έπεφτε η αυλαία και περίμενε με αγωνία ξανά και ξανά την επόμενη παράσταση.
Μέχρι που έκλεισε το θέατρο και από τότε, κάθε βράδυ που ξάπλωνε στο κρεβάτι του και σκεπαζόταν με τη φθαρμένη κουβερτούλα του, κοιτούσε τα άστρα – μέσα από τις τρύπες της στέγης – και ευχόταν να ξανάβλεπε εκείνη τη σκηνή που για άλλους δεν σήμαινε ενδεχομένως τίποτα, αλλά για τον ίδιο ήταν συνδεδεμένη με μια ήρεμη εποχή κατά την οποία αισθανόταν ασφαλής και ευτυχισμένος, δίχως να χρειάζεται, να κλείσει τα μάτια για να αντικρίσει την ομορφιά που ποθούσε.

Συνταγή της Αμβροσίας: Αγαπημένη μνήμη
Υλικά:
8 ώριμοι λωτοί
2 κούπες ζάχαρη
1 κιλό τσικουδιά (άοσμη και δυνατή)
½ κιλό λικέρ μαστίχα
Εκτέλεση:
Πλένουμε, κόβουμε τους λωτούς και σπάζουμε τα κουκούτσια. Τοποθετούμε όλα τα υλικά σ’ ένα μεγάλο βάζο, που κλείνει αεροστεγώς. Φυλάμε το βάζο σε σκιερό σημείο και ανακινούμε το περιεχόμενο 2 – 3 φορές ημερησίως για σαράντα ημέρες. Στραγγίζουμε σ’ ένα τουλπάνι το ποτό, επαναλαμβάνουμε άλλες 2 φορές τη διαδικασία και το αδειάζουμε σε κρυστάλλινη μποτίλια.