Από την Ισμήνη Χαρίλα

Ένα απομονωμένο σπίτι που κρύβει μυστικά, τρεις βασικοί ήρωες και μια γάτα πρωταγωνιστούν στο μυθιστόρημα της Catriona Ward με τίτλο «Το τελευταίο σπίτι της οδού Νίντλες» που της χάρισε – όπως αναφέρεται και στο βιογραφικό της σημείωμα – για τρίτη φορά το βραβείο Καλύτερου Μυθιστορήματος Τρόμου August Derleth στα Βραβεία British Fantasy και κυκλοφορεί μεταφρασμένο στα ελληνικά από τον Αλέξη Καλοφωλιά και τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Ήδη από την παρουσίαση στο εσώφυλλο του βιβλίου, ο αναγνώστης λαμβάνει μια πρόγευση για το περιεχόμενο της ιστορίας που συνθέτει το τρίπτυχο μια υπόθεσης απαγωγής, την επιθυμία δικαίωσης και εκδίκησης, αλλά παράλληλα και τις οδυνηρές επιπτώσεις της παιδικής κακοποίησης στον χαρακτήρα ενός ανθρώπου. Όπως είναι επομένως αναμενόμενο και με δεδομένα τα προαναφερόμενα στοιχεία, η παρουσία του τρόμου, φυσικού και ψυχολογικού, η αγωνία, αλλά και το μυστήριο που αποτελούν κύρια συστατικά ενός γοτθικού μυθιστορήματος, όχι μόνο δεν αποτελούν έκπληξη, αλλά καθίστανται απολύτως απαραίτητα για την αφήγηση και την κορύφωση της εξέλιξης.

Καθώς όμως προχωρά η διήγηση, ο αναγνώστης παρατηρεί ότι το στοιχείο του υπερφυσικού, σε συνδυασμό με την έννοια της αντίθεσης ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, παραπέμπει σε μια σουρεαλιστική διάσταση που υπερβαίνει τον παρόντα χρόνο και δρα σε μια ομόχρονη και φαντασιακή πραγματικότητα που οδηγεί εννοιολογικά στον φιλοσοφικό σχολιασμό του Ράινερ Μαρία Ρίλκε που ανέφερε ότι «καθετί τρομακτικό είναι στο απώτατο βάθος του έρημο και αβοήθητο και περιμένει στήριξη από τους άλλους».

Μια δισυπόστατη λοιπόν συμπερασματικά προβολή που αναλύεται σε δυο πυλώνες. Από τη μια πλευρά με το μυστικό του ήρωα, του Τεντ, που αποκαλύπτεται από τη δημιουργό στο επίμετρο του έργου και δεν θα καταγραφεί στο παρόν κείμενο, διότι η ίδια η Ward επισημαίνει ότι είναι η βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε το πόνημά της και δεν πρέπει να το μάθει κανείς προτού ολοκληρώσει την ανάγνωση του βιβλίου. Και από την άλλη πλευρά στην εικόνα της σημερινής κοινωνίας που ενστερνίζεται τη θέση της φαινομενικότητας και όχι της ουσίας, επαφίεται στο ψέμα που δικαιολογεί την κενότητα και την υποκρισία που συγκαλύπτει κάθε μορφή βίας ή ψυχολογικής, λεκτικής και σωματικής κακοποίησης. Και όλα αυτά συμβαίνουν σε μια εποχή όπου καθένας δύναται να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα – ενίοτε άκριτα και αβάσιμα, στερουμένων έγκυρων αποδείξεων και εκρεόντων από προσωπική ερμηνεία και κατανόηση.

Κατά συνέπεια, όλα κινούνται σ’ έναν παράλληλο χρόνο που μεταβάλλεται και επαναπροσδιορίζεται ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες. Ως εκ τούτου, εκτός από ένα γοτθικό και ψυχολογικό θρίλερ με στοιχεία αστυνομικού μυθιστορήματος, το έργο της Catriona Ward ανάγεται σ’ έναν αντικατοπτρισμό της σημερινής κοινωνίας με την οφθαλμαπατική της ιδιότητα. Μιας κοινωνίας που συμβιβάζεται κατά περίσταση με την ποταπότητα όσο αυτή είναι κρυμμένη στις σκιές και αντιδρά όταν έρχεται στο φως, αλλά παραδίδεται στη λήθη μέχρι την επανάληψη ίδιων ή παρόμοιων περιστατικών.