Γράφει ο Ερμής:

Πρωτοχρονιά και ο Ζέφυρος, παρόλο που δεν έχει διάθεση για ιστορίες, υποχωρεί εύκολα στο αίτημα της Αμβροσίας που αρνείται να σερβίρει το γλυκό, αν δεν ακούσει την αφήγησή του.

«Δεν μπορείς να καταστρέψεις την παράδοση», τον μαλώνει. «Τα παραμύθια αποτελούν μέρος της μαγείας αυτής της ημέρας».

«Εντάξει. Δεν θα σου χαλάσω το χατίρι», αποκρίνεται ο Ζέφυρος, ενώ τα μάτια του γυαλίζουν στη θέα του σοκολατένιου κορμού που ετοιμάζεται να κόψει η Αμβροσία. «Αφού λοιπόν σήμερα είναι η ημέρα των ονείρων και των επιθυμιών, θα σας διηγηθώ την ιστορία του Angarbael, του ξωτικού που προστάτευε τη χρυσή λάμψη.

Κάποτε, λέει ο μύθος, υπήρχε ένα ξωτικό, ο Angarbael, που κατοικούσε βαθειά μέσα στο δάσος, σ’ ένα σημείο προστατευμένο από πανύψηλα δέντρα που έκρυβαν την είσοδο στους ανθρώπους.

Ο Angarbael λοιπόν ζούσε εκεί μόνος του, με μοναδική συντροφιά τα ζώα του δάσους και έχοντας αναλάβει ή μάλλον, για να είμαι ακριβής, κληρονομήσει ένα σημαντικό καθήκον από τον παππού του, τον Angarbael τον πρεσβύτερο. Και αυτό δεν ήταν άλλο από την ανακύκλωση της χρυσής λάμψης των ονείρων».

«Τι; Και πώς γίνεται αυτό;» διέκοψε η ανυπόμονη Αμβροσία.

«Μην βιάζεσαι, Αμβροσία. Κατ’ αρχάς, κόψε μου ένα μεγαλύτερο κομμάτι από το γλυκό και όχι το δείγμα που μου σερβίρεις και περίμενε να σας εξηγήσω.

Μμμμ!! Πολύ ωραίο. Έχεις βάλει και κονιάκ;» ρώτησε ο Ζέφυρος καθώς γευόταν μια κουταλιά από το γλυκό, ενώ η Αμβροσία που αδημονούσε να ακούσει την ιστορία, αποκρίθηκε «Σταμάτα να τρως και πες μας τι έγινε με τον Angarbael, γιατί δεν θα σου ξαναφτιάξω γλυκό για έναν χρόνο».

«Καλά – καλά. Θα σου πω. Πού είχαμε μείνει; Α, ναι. Η λάμψη λοιπόν είναι απαραίτητο συστατικό για τα όνειρα. Κάθε φορά που γεννιέται μια επιθυμία, λάμπει ένα από τα λουλούδια στο δάσος των ονείρων. Αντίστοιχα όμως όταν ένα όνειρο μένει ανεκπλήρωτο, ένα λουλούδι χάνει τη λάμψη του και πεθαίνει.

Ο Angarbael επομένως όφειλε να παίζει ένα τεράστιο μουσικό ξύλινο όργανο που ήταν ένας περίεργος συνδυασμός άρπας, τυμπάνου και γαλλικού κόρνου.

Κάθε βράδυ χτυπούσε αρχικά το τύμπανο και στη συνέχεια έπαιζε μελωδίες στην άρπα, η οποία με τη σειρά της ενεργοποιούσε το γαλλικό κόρνο που συγκέντρωνε στην καμπάνα του τη λάμψη των λουλουδιών που ήταν έτοιμα να χαθούν.

Αυτή η διαδικασία συνεχιζόταν όλη τη νύχτα και λίγο πριν την αυγή, ο Angarbael σταματούσε να παίζει στην άρπα, χτυπούσε ξανά το τύμπανο και τότε η λάμψη – υπό μορφή πυγολαμπίδων πετούσε έξω από το γαλλικό κόρνο, συγκεντρωνόταν στον κορμό ενός σάπιου δέντρου και περίμενε εκεί μέχρις ότου θα γεννιόταν ένα νέο όνειρο. Τότε οι πυγολαμπίδες έβγαιναν μέσα από τον κορμό, πετούσαν ψηλά και έπειτα στέκονταν πάνω από πεθαμένο λουλούδι και εκείνο αναγεννιόταν».

«Και σήμερα; Ζει ακόμα ο Angarbael;» ρώτησε η Αμβροσία που δεν αμφισβητούσε ποτέ την αλήθεια των ιστοριών του Ζέφυρου, αφού και εμείς οι ίδιοι αποτελούμε μέρος ενός μύθου.

«Ποιος ξέρει, καλή μου; Ίσως να υπάρχει, ίσως και όχι», αποκρίθηκε ο Ζέφυρος, ενώ τέλειωνε το δεύτερο κομμάτι από το γλυκό.

«Εσύ όμως ξέρεις όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο», διαμαρτυρήθηκε η Αμβροσία.

«Χμμ!! Δεν έχω πρόθεση να σε διαψεύσω, αλλά η σοκολάτα τονώνει τη μνήμη. Μήπως αν μου έκοβες ακόμα ένα κομμάτι από το γλυκό, να κατάφερνα να θυμηθώ;»

Συνταγή της Αμβροσίας: Γεύση ονείρων

Υλικά:

1 γκουάβα

1 μάνγκο

1 κούπα ανανά σε κύβους

2 ακτινίδια

2 κούπες φρούτα του δάσους

2 κ. σ. φιστίκι Αιγίνης (άψητο, ψιλοκομμένο)

Εκτέλεση: Κόβουμε τα φρούτα σε κύβους, τα βάζουμε σε μπολ και τα ραντίζουμε με λικέρ από φρούτα του δάσους. Ρίχνουμε το φιστίκι Αιγίνης και ανακατεύουμε με προσοχή. Καλύπτουμε μ’ έναν κορνέ με σαντιγί και στολίζουμε με κερασάκια μαρασκίνο.