Από την Ισμήνη Χαρίλα

Το 1865 ο Άγγλος Μεθοδιστής ιεροκήρυκας Γουίλιαμ Μπουθ ίδρυσε τον Στρατό της Σωτηρίας που είχε ως σκοπό τη διάδοση του μηνύματος της αγάπης του Θεού και την προσφορά στον Άνθρωπο ανεξάρτητα από πολιτικές, θρησκευτικές ή φυλετικές πεποιθήσεις.

Επικεφαλής του Στρατού Σωτηρίας στο Παρίσι ήταν η Μπλάνς Περόν που αφιέρωσε τη ζωή της στην προστασία των αδυνάτων και την ανιδιοτελή προσφορά στο κοινωνικό σύνολο και η οποία – με τη συμπαράσταση του συζύγου της, Αλμπέν – ίδρυσε το 1926 το Μέγαρο των Γυναικών που λειτούργησε ως στέγη άπορων γυναικών.

Αρχικά, το φιλόδοξο εγχείρημα ίδρυσης του Μεγάρου φάνταζε αδύνατο και ανεκπλήρωτο. Χάρη όμως στην επιμονή και την ακάματη προσπάθεια της εμπνεύστριάς του κατάφερε να ολοκληρωθεί και να δώσει διέξοδο σε εκατοντάδες γυναίκες.

Με αφετηρία επομένως το έργο της ιστορικής μορφής της Μπλανς Περόν και μια σύγχρονη μυθοπλαστική φιγούρα, αυτήν της σαραντάχρονης Σολέν, η συγγραφέας Λετισιά Κολομπανί διαμορφώνει τον πυρήνα του μυθιστορήματός της «Οι θριαμβεύτριες» που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πατάκη και σε μετάφραση του Γιάννη Στρίγκου.

Στο εν λόγω αφήγημα λοιπόν ο αναγνώστης παρατηρεί την εξέλιξη δυο παράλληλων ιστοριών. Η Μπλανς φροντίζει τους φτωχούς στις αρχές του εικοστού αιώνα, ενώ η Σολέν, μια επιτυχημένη δικηγόρος, αναγκάζεται να εγκαταλείψει πρόσκαιρα την καθημερινότητά της, προκειμένου να ξεφύγει από την κατάθλιψη στην οποία τη βύθισε ένα τραγικό περιστατικό. Από ένα οικονομικά εύρωστο περιβάλλον συνεπώς βρίσκεται ξαφνικά να παρέχει εθελοντική εργασία ως δημόσιος γραφέας σε μια εστία φιλοξενίας γυναικών που κουβαλούν διαφορετικές ιστορίες πόνου και φόβου.

Μέσω της παράλληλης ιστόρησης, η συγγραφέας συνδέει χρονικά το παρελθόν και το παρόν και αναδεικνύει τα θέματα που ταλανίζουν την κοινωνία, ενώ με ρέοντα λόγο που δίνει το στίγμα γνώσης της κλασσικής γαλλικής λογοτεχνίας – τόσο από τη δημιουργό, όσο και από τον μεταφραστή που δεν χάνει τον αφηγηματικό ρυθμό, η Κολομπανί παραδίδει στον αναγνώστη ένα ψυχογράφημα της Γαλλίας του χθες και του σήμερα, υπερθεματίζοντας το γεγονός ότι η φτώχεια, η βία, η εκμετάλλευση, η κακοποίηση και η περιθωριοποίηση παραμένουν αέναα στο προσκήνιο και διαβρώνουν τα θεμέλια του κοινωνικού ιστού.

Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του έργου, η συγγραφέας δημιουργεί αντιθέσεις και με κινηματογραφική απεικόνιση «παίζει» με τις εναλλαγές φωτός και σκιών. Η Σολέν βρίσκεται αναπάντεχα στη σκοτεινή πλευρά της ζωής της και αναζητά το φως, ενώ η Μπλανς φωτίζει με τον αγώνα της τα ερεβώδη μονοπάτια των συνοικιών του γαλλικής πρωτεύουσας, όπου βρίσκουν καταφύγιο οι φτωχοί και κατατρεγμένοι.

Η έννοια του χρήματος λαμβάνει τη διττή αντιθετική συμβολική, αλλά και ουσιαστική υπόστασή του, όντας μεν αναγκαίο για την επιβίωση και δη στα αστικά κέντρα που αναπτύχθηκαν μετά τη βιομηχανική επανάσταση, αλλά τελείως περιττό για τη συναισθηματική ισορροπία ενός ανθρώπου. Και στο σημείο αυτό τίθενται τα βαθύτερα υπαρξιακά ερωτήματα για την έννοια της ευτυχίας και της θεοποίησης του υλισμού. Ποια είναι τα όρια και κυρίως ποιο είναι το μέγεθος της ευθύνης των προσωπικών επιλογών;

Στον αντίποδα των αρχών του εικοστού αιώνα, οι άνθρωποι του εικοστού πρώτου γίνονται μάρτυρες καταστάσεων που – θεωρητικά τουλάχιστον – χάρη στα διδάγματα της ιστορίας, αλλά και των βελτιωτικών ευεργετημάτων της τεχνολογίας και της επιστήμης, δεν θα έπρεπε να συμβαίνουν. Παρ’ όλα αυτά, η σκοταδιστική πλευρά εξακολουθεί να είναι ισχυρή και να κρατά τα σκήπτρα της σε ορισμένους χώρους.

Ανακύπτει κατά συνέπεια ο προβληματισμός για το αν οι έννοιες της προσφοράς και της αλληλεγγύης περιορίζονται σε χρηματικές δωρεές και σε μια ευρύτερη επιδοματική πολιτική ή αν ο στόχος των ενεργειών για τη βελτίωση της κοινωνίας και τον περιορισμό, αν όχι εξαφάνιση, ανισοτήτων και κακοποιητικών συμπεριφορών, οφείλει να είναι η ενστάλαξη της κοινής πίστης στη σπουδαιότητα της παιδείας που θα αντιπαλέψει κάθε μορφή μεσαιωνισμού. Τον δέκατο έβδομο αιώνα ο Μολιέρος και τον δέκατο όγδοο οι Ντιντερό, Ρουσσώ, αλλά και Σαντερλό ντε Λακλό επεσήμαναν μέσω των έργων τους την ανάγκη παιδείας που θα έθετε τις βάσεις για μια κοινωνία ισονομίας. Στον εικοστό πρώτο αιώνα ωστόσο, παρά τα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει, αλλά και τη χρονική απόσταση από παλαιότερους δογματισμούς, παρατηρούνται φαινόμενα που υποδεικνύουν ότι δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά τίποτα και ο κόσμος κινείται, όχι με προοπτική και στόχευση στο μέλλον, αλλά με πρόθεση διατήρησης απορριπτέων τακτικών και εθών του παρελθόντος.