από την Μάρθα Πατλάκουτζα.
Η πιο αγαπημένη της συνήθεια ήταν να δραπετεύει.
Μικρό παιδί άκουγε τους καβγάδες πίσω από την κλειστή πόρτα. Το παιδικό μυαλό αδυνατούσε να κατανοήσει τα λόγια που άκουγε. Από τις φωνές καταλάβαινε πως η μάνα κατηγορούσε τον πατέρα. Εκείνος απαντούσε στις κατηγόριες με ένα «είσαι τρελή».
Δεν θυμόταν πότε ξεκίνησε να δραπετεύει με την ψυχή της.
Θυμόταν πως από τη στιγμή που το σώμα ήταν εγκλωβισμένο σε ένα ανεπιθύμητο παρόν, έπρεπε να βρει τον δρόμο στη δική της ελευθερία.
Έτσι, άρχισε να δημιουργεί κόσμους φανταστικούς. Κόσμους όπου όλα ήταν ήρεμα, γεμάτα γέλια και φως.
Άρχισε να παρατηρεί τον κόσμο γύρω της.
Έβλεπε μόνο σκυθρωπά πρόσωπα, βουτηγμένα στον αγώνα της καθημερινής επιβίωσης.
Το παιδικό μυαλό αδυνατούσε να καταλάβει τη σκληρότητα των μεγάλων.
Η απόδρασή της γινόταν όλο και πιο συχνή, πιο αναγκαία.
Δεν χρειαζόταν πλέον φωνές για να κλείνεται μέσα της. Συνομιλούσε με στοιχειά. Άδειαζε την ψυχή της. Δεν τρόμαζε πια. Ένιωθε δυνατή, γαλήνια.
Οι μεγάλοι παρατήρησαν έπειτα από πολύ καιρό τη σιωπή της.
Προσπάθησαν να σπάσουν αυτή την επίμονη σιωπή. Για λίγο. Η σκληρή καθημερινότητα τους ρούφηξε ξανά στο σκοτάδι της.