@γράφει η Άννα Μουσογιάννη
Ο Πασχάλης Πράντζιος με το νέο του μυθιστόρημα από τις Εκδόσεις Πηγη μας υπόσχεται ένα μοναδικό αναγνωστικό ταξίδι σε βαγόνι τρίτης θέσης. Σε ένα ξύλινο βαγόνι, που μπορεί να απουσιάζει η αίγλη και η άνεση αλλά είναι γεμάτο όνειρα και πάθος για ζωή, μας ταξιδεύει στο παρελθόν και μας ξεναγεί σε διάφορες χρονικές περιόδους εκεί στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Με μια ανάσα κάνουμε βουτιά, σε ασπρόμαυρο φόντο, την περίοδο που τα μπουλούκια ήταν στην άνθηση τους, στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, την Κατοχή, τη Χούντα και τη Μεταπολίτευση. Απνευστί διαβάζεται. Από την πρώτη σελίδα ο αναγνώστης μπαίνει άμεσα στην υπόθεση και έπειτα με κομμένη την ανάσα ακολουθεί τους ρυθμούς της αφήγησης μέχρι να πέσει η αυλαια.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ζωντανεύουν τα μπουλούκια η ιστορία των οποίων δεν είναι γνωστή στο ευρύτερο κοινό, τουλάχιστον όχι όπως τους πρέπει. Τα μπουλούκια που γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν εκεί στα τέλη του 19ου αιώνα με αρχές 20ου ,στο μεταίχμιο, σε μια περίοδο όπου οι αντιθέσεις ήταν έντονες και οι όψεις της ζωής αντικρουόμενες, για να ξεθωριάσουν εκεί στα μισά του 20ου αιώνα όταν η μεγάλη οθόνη πήρε τη σκυτάλη. Ο συγγραφέας μετά από ενδελεχή μελέτη, αυτό αποδεικνύεται και από το μακρύ κατάλογο βιβλιογραφίας στο τέλος του βιβλίου, μας συστήνει τα μπουλούκια και μας κάνει μια περιήγηση στα ιστορικά δρώμενα εκείνης της περιόδου. Μέσα από την πορεία που διέγραψε το Λενάκι, όταν ερωτεύτηκε τον Ανδρέα Ρεζή και τον ακολούθησε τραγουδώντας αρχικά στα μπουλούκια, της κόρης της Κάλλι και έπειτα της εγγονής της Ελένης ο συγγραφέας μας συστήνει τρεις γενιές καλλιτεχνών, όπου κάθε γενιά ακολουθεί τη νόρμα της εποχής της. Το Λενάκι, η Κάλλι και η Ελένη. Τόσο διαφορετικές και τόσο όμοιες μεταξύ τους ταυτόχρονα ενώ ο συνδετικός κρίκος ήταν η κοινή τους αγάπη για το θεατρικό σανίδι.

Ο Πασχάλης Πράντζιος μέσα από τη ρεαλιστική του αφήγηση, έφτασε μέχρι το βάθος των καταστάσεων αγγίζοντας την πιο ενδόμυχη ουσία της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Σκιαγραφώντας ήρωες δίνοντας το βάρος περισσότερο στην προσωπικότητα τους και αποφεύγοντας λεπτομερείς περιγραφές της εξωτερικής εμφάνισης, δίνει έμφαση στην αύρα που εξέπεμπε ο καθένας. Η φιγούρα, η όψη και η προσωπικότητα των ηρώων είναι αυτή που παίρνει το πινέλο και ζωγραφίζει τα πρόσωπα τους στη σφαίρα της φαντασίας του αναγνώστη. Έπειτα οι πράξεις τους είναι αυτές που τους χαρακτηρίζουν.
“Το τρίτο βαγόνι” είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που συνδέει εύστοχα το παρελθόν με το παρόν και μας ταξιδεύει στον κόσμο των μπουλουκτζήδων, αυτούς τους σύγχρονους τροβαδούρους που γυρνούσαν στην ελληνική επαρχία και με τις παραστάσεις τους που είχαν έντονα στοιχεία της κομέντια ντελ αρτε χάριζαν άφθονο γέλιο και διασκέδαση στο κοινό.
Αυτό που ξεχωρίζει τα βιβλία του Πασχάλη Πράντζιου είναι το γεγονός ότι προκαλούν τον αναγνώστη να ψαχτεί περισσότερο και να διαβάσει πέρα από το βιβλίο, όπως στην προκειμένη «Το τρίτο βαγόνι» όπου εξιτάρει τον αναγνώστη να αναζητήσει περισσότερες πληροφορίες για τα μπουλούκια και όχι μόνο. Φέρνει στο προσκήνιο το κωμειδυλλιο, την πρώιμη μορφή της ελληνικής οπερέτας ενώ μας μιλάει για βασικούς εκπροσώπους της όπως για το Δημήτρη Κορομηλά κάνοντας μάλιστα αναφορά στο έργο του « η τύχη της Μαρούλας» τοποθετώντας το εύστοχα μέσα στην αφήγηση ανάμεσα σε αληθοφανείς ήρωες που μας κάνει να θεωρούμε ότι όλο αυτό συνέβη στην πραγματικότητα και να αναζητήσουμε έστω με τη φαντασία μας το Λενάκι πρωταγωνίστρια.

Με σταθερό σκηνικό και ένα ξύλινο βαγόνι τρίτης θέσης που κινείται και μεταφέρει τους πρωταγωνιστές σε διαφορετικούς τόπους και καταστάσεις κάνουν την ανάγνωση άκρως ενδιαφέρουσα. Το βαγόνι τρίτης θέσης είναι εξάλλου συμβολικό καθώς αντιπροσωπεύει το μόχθο, τη φτώχια, τη θέληση και το πάθος μιας μερίδας ανθρώπων όπως ήταν οι μπουλουκτζήδες καθώς και μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων εκείνη την εποχή.
Μα το Λενάκι δε χαμπάριαζε από τέτοια…ξεκινάει την αφήγηση του ο συγγραφέας προκαλώντας τον αναγνώστη να μπει άμεσα στη ροή της ιστορίας. Και κάπως έτσι φτάνει στο τέλος χωρίς καν να το καταλάβει Με κείμενο πυκνογραμμένο και καλοδουλεμένο όπως ο γλύπτης σμιλεύει το άγαλμα του δίνοντας του με τις λεπτομέρειες πνοή και πένα γλαφυρή. Με λόγο που ρέει, εικόνες και συναισθήματα που εναλλάσσονται διαρκώς, συνεχείς ιστορικές αναφορές, θεατρικές περιγραφές και εύστοχα συρραμμένα το παρελθόν με το παρόν δημιουργώντας ένα ενιαίο κείμενο καθώς και μια γρήγορη ξενάγηση στην ιστορία του θεάτρου την οποία ο συγγραφέας τοποθέτησε μέσα στη διδακτορική διατριβή της Ελένης, το μυθιστόρημα αυτό καθηλώνει και κερδίζει τον αναγνώστη.
Επιπλέον, το Τρίτο Βαγόνι είναι ένα ψυχογράφημα ανθρωπίνων σχέσεων. Μας μιλάει για τη σχέση γονιών με τα παιδιά τους. Την αξία της αληθινής φιλίας. Τη διαφορά μεταξύ έρωτα, πάθους και αγάπης. Τον εγωισμό μέσα στις σχέσεις. Την αφοσίωση. Η συμπεριφορά της Κάλλις όσο και να μας θυμώνει μας βάζει στη σκέψη ότι κάπως έτσι δεν έκανε και το Λενάκι στη μητέρα της; Ίσως όχι με τόσο σκληρό τρόπο αλλά οι σχέσεις μεταλλάσσονται ενώ ο πυρήνας μένει πάντα ίδιος. Η κυρά Καλλιόπη και ο κυρ Γιάννης, η Ρόζα, ο Ανδρέας, ο Ρίκος, ο μπάρμπα Στἀμος και μια πληθώρα ηρώων, ο καθένας αντιπροσώπευε κάτι διαφορετικό και όλοι μαζί έπαιξαν το δικό τους ρόλο στη ζωή της κεντρικής ηρωίδας. Ο χαρακτήρας μας είναι αυτός που καθορίζει τη ζωή μας ενώ ο από μηχανής θεός είναι οι άνθρωποι μας οι οποίοι αποτελούν κινητήρια δύναμη ή δίχτυ ασφαλείας. Εμείς όμως κρατάμε το τιμόνι της ζωής μας.
Ό,τι και να γράψω για το βιβλίο αυτό είναι λίγο καθώς μας χαρίζει ένα μοναδικό ταξίδι στο παρελθόν, στο παρόν και το μέλλον. Στον κόσμο της γνώσης αλλά και στο σημείο εκείνο που η φαντασία και η πραγματικότητα γίνονται ένα.
Καλή σας ανάγνωση.