Γράφει ο Ερμής:
Βρίσκονταν πολλά χρόνια κρυμμένα ή μάλλον θαμμένα πίσω από έπιπλα και κάτω από πέπλα σκόνης στην αποθήκη του παλαιοπωλείου και κανείς δεν είχε ασχοληθεί μαζί τους μέχρι τη στιγμή που ο προηγούμενος ιδιοκτήτης συνταξιοδοτήθηκε και η επιχείρηση αποκτήθηκε από ένα ζευγάρι συντηρητών έργων τέχνης που με περίσσια φροντίδα καθάρισε και τοποθέτησε σε νέες θέσεις ένα προς ένα όλα τα αντικείμενα.
Καθώς λοιπόν οι νέοι ιδιοκτήτες καθάριζαν το παλαιοπωλείο και την αποθήκη, ανακάλυψαν τα δυο πορτραίτα της Ζιζελίντα που, αν και ταλαιπωρημένα, μόλις συντηρήθηκαν, βρήκαν αμέσως πρόθυμους αγοραστές που τα απέκτησαν, δίχως να γνωρίζουν ή να μπορούν να φανταστούν την ιστορία που κουβαλούσαν.
Μια ιστορία που ξεκίνησε όμορφα, αλλά τέλειωσε με τη γλυκόπικρη αίσθηση της μοναδικότητας που κάποιος βιώνει μονάχα μια φορά στη ζωή του.
Οι πρωταγωνιστές της ήταν ένας ζωγράφος, ο Λουτσιάνο και μια χορεύτρια, η Ζιζελίντα. Και οι δυο ήταν πολύ νέοι, όταν πρωτο – συναντήθηκαν και πάλευαν να βρουν τον δρόμο της αναγνώρισης και της επιτυχίας.
Ο Λουτσιάνο ήταν θαμώνας σ’ ένα στέκι καλλιτεχνών, όπου σύχναζαν ποιητές, συγγραφείς, μουσικοί, ζωγράφοι, γλύπτες, ηθοποιοί και χορευτές με πολλές φιλοδοξίες και όνειρα για το μέλλον. Ένα βράδυ βρέθηκε εκεί και η Ζιζελίντα και μέσα από το σύννεφο καπνού των τσιγάρων, υπό τους ήχους της τζαζ μουσικής και της πνιγηρής ατμόσφαιρας, όπου δέσποζε η μυρωδιά της κλεισούρας και του αλκοόλ, ο Λουτσιάνο αισθάνθηκε ότι η Ζιζελίντα ήταν ένα απαλό, φρέσκο αεράκι που ανανέωσε τις ελπίδες και αναζωπύρωσε τις προσδοκίες.
Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και τα βέλη του έρωτα βρήκαν τον στόχο τους και ένωσαν με τα δεσμά της αγάπης τους δυο νέους που από εκείνη τη στιγμή ήταν συνέχεια μαζί.

Η αγάπη τους θαρρείς και άνοιξε τους δρόμους που μέχρι τότε ήταν κλειστοί και ο Λουτσιάνο βρήκε στο πρόσωπο της Ζιζελίντα τη μούσα του. Η μορφή της – που κυριαρχούσε πλέον στους πίνακές του – χάρισε στην τεχνική του τη δύναμη που χρειαζόταν για να αναδειχθούν οι κρυφές πτυχές του ταλέντου του και σύντομα τα έργα του πωλούνταν από τις μεγαλύτερες γκαλερί, ενώ οι εφημερίδες έγραφαν διθυραμβικές κριτικές για εκείνον. Παράλληλα όμως και η Ζιζελίντα κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό της και να γίνει επιτέλους μια πρίμα μπαλαρίνα.
Φήμη, δόξα, χρήματα, επιτυχία, η μικρή σοφίτα που στέγαζε μέχρι τότε το νεαρό ζευγάρι αντικαταστάθηκε από ένα μεγάλο σύγχρονο και άνετο διαμέρισμα, ενώ το καλλιτεχνικό στέκι με τα ωραιότερα και ακριβότερα εστιατόρια. Τίποτα πια δεν θύμιζε το παρελθόν και οι δυο νέοι είχαν μεθύσει από το κρασί του έρωτα και της ευτυχίας. Οι ανατροπές όμως είναι ένα αγαπημένο παιχνίδι της ζωής και καθώς ο Λουτσιάνο επαναπαύτηκε στις δάφνες του και έπαψε να αναζητά την τελειότητα, τα έργα του βυθίστηκαν κάποτε στον βόρβορο της κοινοτυπίας. Οι κριτικοί τέχνης ασχολούνταν πλέον με άλλους ζωγράφους και οι συλλέκτες δεν ενδιαφέρονταν να αποκτήσουν κάποιον από τους πίνακές του.
Η απότομη αυτή αλλαγή γέννησε στην ψυχή του Λουτσιάνο την απογοήτευση και οι συχνοί καβγάδες με τη Ζιζελίντα – που εξακολουθούσε να γεύεται τους καρπούς της επιτυχίας – άνοιξαν τελικά την πόρτα του χωρισμού.
Ο καθένας τους πήρε τον δικό του δρόμο και τα βήματά τους δεν τους έφεραν ποτέ κοντά παρά μονάχα έπειτα από πολλά χρόνια, όταν βρέθηκαν να διδάσκουν στην ίδια Σχολή Καλών Τεχνών. Εκείνος ζωγραφική και εκείνη αντίστοιχα χορογραφία.
Η φήμη του Λουτσιάνο είχε ξεθωριάσει και κανείς δεν τον θυμόταν. Η Ζιζελίντα όμως ήταν πάντοτε η φημισμένη χορεύτρια που εξελίχθηκε σε μια άριστη χορογράφο και καθηγήτρια. Παρόλο πάντως που από την ιστορία τους είχε απομείνει μια γλυκιά ανάμνηση και η συναδελφική τους σχέση περιοριζόταν στις απολύτως απαραίτητες επαφές, η μορφή της Ζιζελίντα εξασκούσε επάνω στον Λουτσιάνο μια ιδιαίτερη επιρροή που τον ώθησε να την αποτυπώσει ξανά στον καμβά. Η αλλοτινή νεαρή χορεύτρια παραχώρησε τη θέση της σε μια ώριμη γυναίκα που είχε βιώσει την πραγμάτωση των ονείρων της, ο Λουτσιάνο ξαναβρήκε τη μούσα του και μαζί της την καλλιτεχνική του ρώμη. Οι πίνακές του βρέθηκαν εκ νέου στο προσκήνιο και οι κριτικοί αποθέωσαν ξανά τον ζωγράφο που ήταν όμως πλέον αρκετά ώριμος και έξυπνος για να διαχειριστεί τη δίνη της φήμης και της δόξας.

Συνταγή της Αμβροσίας: Ξεθωριασμένη λάμψη
Υλικά:
½ κιλό μύρτιλα
½ κιλό αρώνια
½ κούπα ζάχαρη
1 λίτρο κονιάκ
½ λίτρο λευκό, γλυκό σαμιώτικο κρασί
5 σπόροι τόνγκα
2 λοβοί βανίλιας
1 μοσχοκάρυδο
Εκτέλεση:
Κόβουμε τους λοβούς και σπάζουμε το μοσχοκάρυδο και τους σπόρους τόνγκα. Τοποθετούμε όλα τα υλικά σ’ ένα μεγάλο βάζο, που κλείνει αεροστεγώς. Φυλάμε το βάζο σε σκιερό σημείο και ανακινούμε το περιεχόμενο 2 – 3 φορές ημερησίως για σαράντα ημέρες. Στραγγίζουμε σ’ ένα τουλπάνι το ποτό, επαναλαμβάνουμε άλλες 2 φορές τη διαδικασία και το αδειάζουμε σε κρυστάλλινη μποτίλια.
Πίνακες: Carlotta Edwards (1894 – 1977) «Η Margot Fonteyn στον ρόλο της Ondine» και «Ο κύκνος».
ΤΑ ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ: Μια ρομαντική ιστορία που εύκολα θα μπορούσε να γίνει και ταινία. Οι σκονισμένοι πίνακες στην αποθήκη του παλαιοπωλείου προκαλούν μια έντονα νοσταλγική διάθεση στον αναγνώστη. Σταθερή αξία ο έρωτας που από κινητήριος δύναμη και πηγή έμπνευσης αποδεικνύεται μοιραίος για τον ήρωα και τον οδηγεί στην πτώση. Η σχέση των δύο νέων είναι μια μικρογραφία της πραγματικότητας, αφού πολλές φορές ο έρωτας δοκιμάζεται μέσα από τις δυσκολίες στο πέρασμα του χρόνου και τελικά βγαίνει πιο δυνατός. Ανώριμος και καταλυτικός στην αρχή, ώριμος και κατασταλαγμένος μετά από χρόνια. Πολλά συγχαρητήρια στη συγγραφέα για την απόδοση της ιστορίας με λιτό και κατανοητό τρόπο αλλά και για το μεστό και περιεκτικό λόγο.
KK