..δε θα είμαστε ποτέ ξανά!

#illusionskiller Γιώργος Παρασκευόπουλος

  Συνέβη! Αυτό που νομίζαμε πως συνέβαινε “αλλού”, συνέβη και εδώ! Σε εμάς. Στη δική μας χώρα!

Ένα πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα!

Δύο αμαξοστοιχίες συγκρούστηκαν μετωπικά. Το τραγικότερο όλων είναι πως ήταν γεμάτες με κόσμο, νεαρά κυρίως άτομα στην ηλικία των είκοσι κάτι! Κυρίως φοιτητές που επέστρεφαν από το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας στο μέρος που σπουδάζουν.

Ο πόνος είναι απερίγραπτος, όπως ο θυμός και η οργή! Αυτό όμως που κυριαρχεί, είναι το αίσθημα της αδικίας! Γιατί;!!

Γιατί έπρεπε να πεθάνουν τόσα νέα παιδιά, για να γίνει αυτό που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο;!

Νιώθεις νέος, και είσαι, ακόμα, νέος. Αλλά στα πενήντα τόσα σου, ανήκεις εδώ και αρκετά πλέον χρόνια στη κατηγορία των “μεγάλων”!

Βρίσκεσαι πιά στο ηλικιακό φάσμα που κάποτε, όταν ήσουν και εσύ εικοσάρης, έλεγες “γέρους”!

Βυθίζεσαι στις σκέψεις σου και ένας λυγμός εντός σου που όλο ανεβαίνει αλλά δε ξεσπά. Φεύγει και έρχεται, βλέποντας γονείς, θείους και λοιπούς να αναζητούν τα αγαπημένα τους παιδιά, ανήψια, φίλους και συντρόφους, παρακαλώντας τουλάχιστον να “έχουν κάτι να θάψουν”!!!

Η σκέψη σου τρέχει, ανήμπορος να έρθεις στη θέση τους! Μιά θέση που ουδείς στο σύμπαν θα ήθελε να βρίσκεται!

Οι σκέψεις σου σε ταξιδεύουν αρκετά, αν όχι πολλά χρόνια πίσω. Τότε που βρισκόσουν και εσύ στην ηλικία των φοιτητών που επέβαιναν στη φονική αμαξοστοιχία.

Εσύ δε σπούδασες. Δεν έκανες φοιτητική ζωή.

Αλλά έκανες κάτι παραπλήσιο.

Έφυγες και πήγες να εργαστείς σε ένα πανέμορφο και κοσμοπολίτικο νησί που τελικά σε κέρδισε και έμεινες εκεί για αρκετά, σχετικά, χρόνια.

Εκεί διαμόρφωσες το κύριο όγκο του χαρακτήρα σου, εκεί έκανες τους περισσότερους φίλους που κυριάρχησαν και χαρακτήρισαν τη νεότητα σου καθώς και τη μετέπειτα πορεία στη ζωή σου.

Από εκείνους του φίλους και τις παρέες των είκοσι κάτι χρόνων σου, άλλοι έμειναν και άλλοι ήταν περαστικοί.

Όλοι τους όμως, κάτι σου άφησαν, έστω και ως μνήμη..

Το μυαλό σου όμως, τρέχει σε εκείνη τη μέρα.

Εκείνη τη μέρα. Εκείνο το μεσημέρι..

Ήσουν πλέον μερικά χρόνια εκεί, στο νησί. Ακόμα δεν έκανες σκέψεις να φύγεις. Βλέπεις, εκείνη η ζωή ακόμα δε σου είχε τελειώσει.

Είχε χρειαστεί ακόμα λίγο, ακόμα μία δύο χρονιές για να κορεστείς και να αλλάξεις ρότα στη ζωή σου.

Εκείνο το μεσημέρι λοιπόν..

Ως συνήθως, είχες περάσει από τη κολλητή σου. Τη Σοφία.

Ήταν ένα καθημερινό συνήθειο να περνάς το μεσημέρι από εκεί, μετά τη πρωινή σου βάρδια, έτσι για ένα “γειά” που λένε.

Μετά, ως συνήθως, θα πήγαινες παραλία και μετά σπίτι για λίγη ξεκούραση πριν την απογευματινή βάρδια και βραδινή έξοδο – μπαρότσαρκα.

Εκείνο το μεσημέρι..

Είσαστε λοιπόν αραχτοί με τη Σοφία και τα λέτε χαλαρά. Ξάφνου, ανοίγει η πόρτα του σπιτιού της και μπαίνει η έτερη φίλη. Η Γεωργία.

Η Γεωργία στα είκοσι τρία της είναι λίγο μικρότερη από εσάς, εσένα και τη Σοφία που είστε στα είκοσι έξι.

Αράζετε οι τρεις σας και τα λέτε.

Κάποια στιγμή όμως, εσύ “αποκόβεσαι” και βυθίζεσαι στις σκέψεις σου. Παρακολουθείς τις δύο σου φίλες που συζητούν για διάφορα.

Για τον τάδε γκόμενο και αν θα κάτσει, για το ποιός γουστάρει ποιά, για το που θα πάμε το βράδυ και γενικά θέματα που συζητούν άνθρωποι που ζουν μέσα στην ανεμελιά και απολαμβάνουν τη κάθε μέρα τους, χωρίς πολλές πολλές σκέψεις και προβληματισμούς για το αύριο..

Δε ξέρεις πόση ώρα πέρασε, που ενώ οι δύο κοπέλες μίλαγαν, εσύ ήσουν βυθισμένος στη σιωπή.

Μπορεί να ήταν δύο λεπτά. Μπορεί να ήταν και… είκοσι!

Ξέρεις όμως πως παρατηρώντας τις φίλες σου, μία σκέψη πέρασε από το μυαλό σου!

Μία σκέψη που σε τρόμαξε!

Ξαφνικά, σηκώνεσαι απότομα από τη καρέκλα σου, χαιρετάς άτσαλα και φεύγεις!!

Οι κοπέλες σε κοιτούν ξαφνιασμένες, κοιτώντας η μία την άλλη αναρωτώμενες τι έγινε και φεύγεις έτσι ξαφνικά!

Ίσα που πρόλαβε η Σοφία να σου πετάξει ένα “τι έγινε ρε;”

Ερώτηση την οποία αγνόησες, μιάς και έφυγες σχεδόν τρέχοντας..

Τα χρόνια πέρασαν και με πολλούς από εκείνους τους φίλους χαθήκατε.

Όχι όμως με τη Σοφία..

Ακόμα και με τη Γεωργία έχετε αραιές, έστω, επαφές. Που και που βρίσκεστε και θυμάστε τα παλιά.

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από εκείνο το μεσημέρι, όταν βρίσκεστε ξανά οι τρεις σας, σαραντάρηδες πλέον, και αναπολείτε εκείνα τα όμορφα και ανέμελα χρόνια!

Γελάτε, συγκινείστε, καμιά φορά κλαίτε, ακόμα και θυμώνετε..

…μέχρι που κάποιος από το τρίο θυμάται εκείνο το μεσημεριανό περιστατικό, “που έφυγες σα να σε τσίμπησε μύγα”!

Το παραδέχεσαι!

Με σχεδόν δύο δεκαετίες καθυστέρηση, παραδέχεσαι πως κάτι τέτοιο συνέβη. Κάτι σα να σε τσίμπησε μύγα!

Εξηγείς. Τους λες πως εκείνο το μεσημέρι, παρατηρώντας τις ζωές σας σου είχε περάσει από το μυαλό μία σκέψη!

Ή μάλλον καλύτερα, μία συνειδητοποίηση..

Κατάλαβες πως, “έτσι όπως είμαστε, δε θα είμαστε ποτέ ξανά!!”

Ποτέ δε θα είσαστε ξανά τόσο νέοι, τόσο όμορφοι, τόσο υγιείς, τόσο ανέμελοι ξανά στη ζωή σας!

Τους εξήγησες πως προτού φύγεις όπως έφυγες εκείνο το μεσημέρι, φρόντισες λίγο νωρίτερα, να φυλάξεις μέσα σου εκείνη την εικόνα.

Την εικόνα σας..

Νιώθεις ευλογημένος που, αν μη τι άλλο, στα όμορφα αυτά χρόνια της νεότητας σου ειχες πλήρη συνείδηση της κατάστασης και εκτιμούσες τον τρόπο ζωής σου, με αποτέλεσμα να περάσεις πράγματι όμορφα!

Εύχεσαι και άλλοι νέοι άνθρωποι να έχουν την ίδια σκέψη!

Εύχεσαι να προλάβουν να ζήσουν πλούσιες εμπειρίες, τις οποίες αρκετές δεκαετίες αργότερα να τις αναπολούν!

Η ανεμελιά ταιριάζει με τη νεότητα. Όχι το άγχος για το αύριο.

Αν μη τι άλλο, τα νεκρά νεαρά παιδιά του τρένου, δε πρόλαβαν να ζήσουν το αύριο…