Γράφει ο Ερμής:

Κάθε νύχτα άκουγε τον ίδιο ήχο. Στην αρχή ήταν απαλός, ασθενικός και κατά κάποιον τρόπο άχρωμος και άτονος. Ύστερα όμως, καθώς ο καιρός περνούσε και ο ήχος επαναλαμβανόταν, κατέληξε να μετουσιωθεί σε μια υπέροχη μελωδία που γαλήνευε την ψυχή του και έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της νύχτας.

Ένα πρελούδιο που έμοιαζε να προσπαθεί να τον προετοιμάσει για την εκτέλεση του κυρίως έργου που ο ίδιος, ασυναίσθητα και αναίτια, ήξερε πως δεν θα παρακολουθούσε ποτέ.

Μάταια αναζήτησε την πηγή της μουσικής αυτής πανδαισίας που του άνοιγε την πύλη ενός παραδεισένιου κόσμου. Ενός τόπου, όπου τα προβλήματα και η αγωνία του χάνονταν και η ζωή του βαφόταν με έντονα, ζεστά χρώματα, καθώς έχανε σταδιακά την ασπρόμαυρη και μουντή υφή της.

Τι σημασία είχε αν αυτή η διαφυγή κρατούσε μόνο λίγες ώρες; Αν έπρεπε να απομονωθεί, να κλείσει τα μάτια του και να αφεθεί στην αγκαλιά του Μορφέα που του χάριζε απλόχερα το δώρο της ονειροπόλησης, ενώ εκείνος ήταν ξύπνιος και με τις αισθήσεις του σε πλήρη επαγρύπνηση;

Κάθε βράδυ η ίδια μελωδία και μόλις ακουγόταν το πρώτο ακόρντο, εκείνος χανόταν. Εγκατέλειπε το μίζερο, θλιβερό παρόν του και διακτινιζόταν εκεί όπου το ανέφικτο ήταν πλέον εφικτό και η ουτοπία δεν αποτελούσε έναν ευσεβή πόθο, αλλά ήταν αποτέλεσμα σύνεσης, οργάνωσης, προόρασης και λογικής σκέψης.

Ήταν άραγε δυνατόν να ξεγλιστρά τόσο εύκολα από τα δεσμά του πόνου και της οδύνης; Να ξεφεύγει από τον βορβορένιο δρόμο και να περπατά σε ανθόσπαρτα μονοπάτια, όπου οι ψυχροί και τεχνητοί φωτισμοί αντικαθιστούνταν από χαρούμενες ηλιαχτίδες που χόρευαν μαζί του υπό τους ήχους της γλυκιάς αυτής μελωδίας;

Και όμως. Άγνωστο πώς και γιατί, εκείνος – σταθερός, εγκρατής, συνετός και ορθολογιστής – είχε βρει το μαγικό κλειδί της φαντασίας ή μάλλον της απενοχοποίησης για τα ανοίκεια σφάλματα και της ελευθερίας που επανατοποθετούσε τον ίδιο ως πρωταγωνιστή στη σκηνή της προσωπικής του παράστασης.

Χρώματα, αρώματα, εικόνες, σιωπή, άυλες αναμνήσεις, ένας μυστικός κόσμος που δεν έπρεπε να αποκαλυφθεί ποτέ και σε κανέναν και μια μελωδία. Μια μελωδία που, παρόλο ο ίδιος αναζητούσε εναγωνίως την πηγή προέλευσής της, ήξερε ενδόμυχα ότι δεν ήταν παρά μια δική του μουσική σύνθεση. Ένα ιντερμέτζο που είχε γεννηθεί από τις στιγμές που τον σημάδεψαν. Από τους δικούς του φόβους και τα γεγονότα που τον ταλάνισαν και έφθειραν την επιθυμία του για το μέλλον. Μια σονάτα γραμμένη από τα δικά του δάκρυα που, αθέατα από τους άλλους, μούσκευαν το πρόσωπό του τις ώρες που η μοναξιά του αγκάλιαζε επιτέλους τη μοναχικότητά του και η σιωπή επέτρεπε στην ψυχή να πει το δικό της παραμύθι.

Συνταγή της Αμβροσίας: Χρωματισμένα όνειρα

Υλικά:

¾ κιλού φραγκοστάφυλα

1 κούπα ζάχαρη

1 λίτρο τσικουδιά (δυνατή και άοσμη)

½ κιλό κρασί (γλυκό σαμιώτικο)

5 σπόροι κάρδαμο

5 σπόροι τόνγκα

Εκτέλεση:

Σπάζουμε τους σπόρους και τοποθετούμε όλα τα υλικά σ’ ένα μεγάλο βάζο, που κλείνει αεροστεγώς. Φυλάμε το βάζο σε σκιερό σημείο και ανακινούμε το περιεχόμενο 2 – 3 φορές ημερησίως για σαράντα ημέρες. Στραγγίζουμε σ’ ένα τουλπάνι το ποτό, επαναλαμβάνουμε άλλες 2 φορές τη διαδικασία και το αδειάζουμε σε κρυστάλλινη μποτίλια.