Γράφει ο Ερμής:

Η κυρία Ευτυχία είναι, κατά κοινή ομολογία, η πιο στρυφνή και ιδιότροπη κάτοικος της γειτονιάς. Εβδομηντάχρονη, συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος και χήρα προ τεσσαρακονταετίας, ζει μόνη της σ’ ένα τριάρι διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου μιας πολυκατοικίας, όπου όλοι οι ένοικοι είναι νεότεροι από εκείνη και απρόθυμοι να ανεχθούν τη μονότονη γκρίνια της που πηγάζει κυρίως από την πεισματάρικη διάθεσή της να υπερασπίζει σθεναρά τις απόψεις της, ακόμα και όταν τα γεγονότα αποδεικνύουν την ανυπόστατη διάστασή τους.

Με ελάχιστους φίλους που τους συναντά αραιά και σε συγκεκριμένες περιστάσεις, περνά τις ημέρες της με μια μονότονη επαναληπτικότητα που της χαρίζει την ασφάλεια της ρουτίνας. Τα πρωινά περπατά στο πάρκο και έπειτα, έχοντας πραγματοποιήσει και τα καθημερινά ψώνια, επιστρέφει στο σπίτι της, όπου ασχολείται με την καθαριότητα, το μαγείρεμα και την προετοιμασία του γεύματός της. Στη συνέχεια, απολαμβάνει τη μεσημεριανή της σιέστα και το απόγευμα κάθεται στον καναπέ και παρακολουθεί τηλεόραση, εξασκώντας στο έπακρο την αγαπημένη της συνήθεια κριτικής και υποτίμησης.

Μοναδική μάρτυρας της δραστηριότητάς της και μοναδικό πλάσμα που ανέχεται τη συμπεριφορά της, η γάτα της, η Λολοζίντα.

Με καταγωγή από τις αρχαιότερες φυλές, αφού είναι μια περσική γάτα, ξαπλώνει ράθυμα στο μικρό της καναπεδάκι και γεύεται τις λιχουδιές που της αγοράζει η κυρία Ευτυχία. Διότι, παρόλο που η δύστροπη ηλικιωμένη ενοχλείται από όλους και όλα, δείχνει μια ιδιαίτερη αδυναμία στο κατοικίδιό της και δεν αμελεί την περιποίησή του, τηρώντας κατά γράμμα τις οδηγίες του κτηνιάτρου.

Η Λολοζίντα απολαμβάνει επομένως τη νωχέλειά της, αλλά εκ φύσεως ήρεμη, δοκιμάζει συχνά τα όριά της, εξαιτίας των εξάρσεων της κυρίας Ευτυχίας, η οποία – μην έχοντας άλλο συνομιλητή – αναπτύσσει τις θεωρίες της στη γάτα της.

Οξυδερκής και αρνούμενη να χάσει τα πλεονεκτήματα της συγκατοίκησής της με την κυρία Ευτυχία, διακινδυνεύοντας να μείνει άστεγη, αλλά και αρκετά τεμπέλα για να αντιδράσει, η Λολοζίντα χουχουλιάζει υπομονετικά, κλείνει τα μεγάλα λαμπερά ματάκια της και απολαμβάνει έναν υπνάκο μέχρι να βραδιάσει και η κυρία Ευτυχία να αποσυρθεί στην κρεβατοκάμαρά της.

Τότε, η Λολοζίντα ξεγλιστρά από το μικρό πορτάκι της μεγάλης μπαλκονόπορτας που της επιτρέπει να επισκέπτεται, όποτε θέλει, την άμμο της και ανεβαίνει στην ταράτσα της πολυκατοικίας, όπου την περιμένουν οι υπόλοιπες οικόσιτες γάτες της γειτονιάς.

Εκεί, ανταλλάσσουν τα νέα της ημέρας, κουτσομπολεύουν τους ιδιοκτήτες τους και ακούνε τις ιστορίες που αφηγείται η Λολοζίντα, η οποία έχει, δικαιωματικά, οριστεί αρχηγός της μικρής αυτής κομπανίας.

Λάτρης των ιστοριών μυστηρίου, η Λολοζίντα σκαρώνει τις διηγήσεις της εμπνεόμενη από τις αστυνομικές σειρές που παρακολουθεί η κυρία Ευτυχία, τα γεγονότα που παρατηρεί από το μπαλκόνι του διαμερίσματος και χρησιμοποιώντας την καλπάζουσα φαντασία της. Οι υπόλοιπες γάτες κρέμονται κυριολεκτικά από τα χείλη της και η Λολοζίντα χαίρεται αντικρίζοντας την αδημονία στο βλέμμα τους.

Τα τελευταία δυο βράδια όμως η μικρή συντροφιά δεν μπορεί να απολαύσει τους καρπούς της αγαπημένης της συνήθειας, επειδή είναι αντιμέτωπη μ’ έναν τεράστιο κίνδυνο. Έναν νεοφερμένο γάτο, τον Φροζίλιο που αυθαίρετα και άδικα διεκδικεί τη νυχτερινή ιδιοκτησία της ταράτσας, την καθαίρεση της Λολοζίντα και την εκδίωξη των φίλων της.

Συνεχίζεται…..

Συνταγή της Αμβροσίας: Ροζ – μωβ

Υλικά:

½ κιλό φράουλες

1 κούπα μύρτιλα

Εκτέλεση:

Πλένουμε τα φρούτα και τα τοποθετούμε σε μια αποσπώμενη φόρμα 20εκ. Ρίχνουμε μια δόση ζελέ φράουλας και τοποθετούμε τη φόρμα στο ψυγείο για να παγώσει το ζελέ. Μόλις παγώσει, απλώνουμε ομοιόμορφα πάνω από το ζελέ μια δόση μους σοκολά. Ξαναβάζουμε τη φόρμα στο ψυγείο και όταν παγώσει και η μους, γαρνίρουμε με σαντιγί και μύρτιλα.