Από την Ισμήνη Χαρίλα

Ο γάλλος ποιητής Αλφόνς ντε Λαμαρτίν είχε σχολιάσει ότι «ο κόσμος είναι ένα βιβλίο, όπου κάθε βήμα μας ανοίγει μια νέα σελίδα».

Μια σελίδα θα παραφράζαμε που οδηγεί κάθε άνθρωπο στη σχεδίαση της δικής του διαδρομής, στη συλλογή εμπειριών και στην καταγραφή αναμνήσεων που ανάλογα με το εύρος τους μπορούν να μετουσιωθούν σε μια νουβέλα ή ένα μυθιστόρημα έντονων ή μη συναισθημάτων, αδιάφορων, αξιοσημείωτων, φθονερών ή ακόμα και μισητών για τους άλλους.

Η ισπανίδα συγγραφέας Monica Gutierrez επιλέγει επομένως ως κεντρικό χώρο εξέλιξης του έργου της «Το βιβλιοπωλείο των μικρών θαυμάτων» – που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο και σε μετάφραση της Κάλλιας Ταβουλάρη – ένα βιβλιοπωλείο. Έναν μυσταγωγικό χώρο που οι βιβλιόφιλοι γνωρίζουν πως ενέχει μια ιδιαίτερη δυναμική και ένα ιδιότυπο χάρισμα να ηρεμεί τους θαμώνες του και να ενισχύει την πίστη και την ελπίδα τους στην πραγματοποίηση του θεμιτού και του ανεκπλήρωτου.

Βασική ηρωίδα της ιστορίας είναι η Άγκνες, μια αρχαιολόγος που μετακομίζει από τη Βαρκελώνη στο Λονδίνο, αναζητώντας εργασία σε ένα από τα Μουσεία της πόλης. Καθώς όμως ο καιρός περνά, τα χρήματά της τελειώνουν και ο σκοπός της δεν έχει τελεσφορήσει, η νεαρή ισπανίδα σκέφτεται ότι η επιστροφή στα πάτρια εδάφη είναι μονόδρομος. Ενώ λοιπόν φαίνεται ότι το ταξίδι της ήταν μάταιο, βρίσκεται τυχαία στο Moonlight Books, το βιβλιοπωλείο του κυρίου Λίβινγκστον που ζητά βοηθό. Οι συγκυρίες, η τύχη ή ακόμα και το πεπρωμένο οδηγούν συνεπώς την Άγκνες σε ένα διαφορετικό μονοπάτι, το οποίο – παρόλο που δείχνει να είναι ένα σταυροδρόμι που θα απαιτήσει την επιλογή της – είναι ουσιαστικά ο δρόμος της ζωής της.

Καθώς προχωρά η διήγηση, είναι εμφανές ότι η Gutierrez παραπλανά περίτεχνα τον αναγνώστη, δίνοντας την αίσθηση μιας ιστορίας με πολλά μυστικά και ένοχες πράξεις. Και στο σημείο αυτό συμβαίνει η μεγάλη ανατροπή που εκπλήσσει ευχάριστα και δεν είναι άλλη από την παρέκκλιση από τα στερεότυπα δράματα και τα σκαιά αινίγματα που απομυζούν την ηρεμία και η ανάδειξη του ίδιου του μυστηρίου της ζωής που πηγάζει από την καθημερινότητα και αγκαλιάζει την απλότητα της στιγμής και τη συλλογιστική αγνότητα των ευγενών συναισθημάτων.

Το κείμενο βασίζεται σε μια θεατρικότητα που υπερθεματίζει τον χαρακτήρα της φιλοσοφικής μέθεξης και περιγράφει τη σύγχρονη εποχή, διατηρώντας όμως την αύρα του παρελθόντος. Οι ήρωες του αφηγήματος καταθέτουν, όπως είναι εύλογο, το δικό τους λιθαράκι στη διαμόρφωση της τελικής εικόνας και παραμένουν «πιστοί» στη ψυχογράφησή τους, με εξαίρεση ίσως τη στιγμή της αναφοράς της Άγκνες στα «Ελγίνεια Μάρμαρα», όταν διατυπώνει την άποψη ότι «είναι η μαρτυρία άλλων πολιτισμών. Ανήκουν σε όλη την ανθρωπότητα και γι’ αυτό ακριβώς, για τον παγκόσμιο χαρακτήρα τους, δεν θα έπρεπε να μας νοιάζει σε ποια χώρα ή σε ποιο μουσείο εκτίθενται».

Πρόκειται για ένα σχόλιο που, ανεξάρτητα από τη διεκδίκηση κάθε λαού να επιστρέφουν οι θησαυροί της χώρας του στον φυσικό τους τόπο, αντικρούει εν πρώτοις στον χαρακτήρα της Άγκνες που μέχρι τότε έχει αναδείξει την αγάπη της και την «παράσυρσή της από τον ρομαντισμό της αρχαιολογίας», αλλά παράλληλα υποβοηθά αυτό που προαναφέρθηκε, δηλαδή τη σύνδεση της ιδεολογικής ουτοπίας με τη σκληρότητα του ρεαλισμού που για ορισμένους συνεπάγεται καταστρατήγηση των αρχών και των αξιών και προτεραιοποίηση του κέρδους και του συμφέροντος.

Χθες, σήμερα, αύριο. Οι εποχές αλλάζουν, οι καταστάσεις επίσης, αλλά ίσως τελικά η ουσία φέρει τη βαρύνουσα σημασία, αφού όπως είχε πει και ο Βικτώρ Ουγκώ «Άλλαζε τις απόψεις, αλλά κράτα τις αρχές σου. Άλλαζε τα φύλλα, αλλά κράτα άθικτες τις ρίζες».