Γράφει ο Ερμής:

Η βροχή δυναμώνει σιγά – σιγά και εκείνος – καθώς στέκει όρθιος μπροστά στο παράθυρο της κουζίνας και παρατηρεί τις σταγόνες που χτυπούν αρχικά στο περβάζι και έπειτα πέφτουν με δύναμη στο έδαφος – διαμαρτύρεται άηχα για τον χαμένο του χρόνο εξαιτίας της απρόσμενης και κυριολεκτικά τελευταίας στιγμής ακύρωση του ραντεβού του με τον υποψήφιο αγοραστή.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της εικοσαετούς καριέρας του ως μεσίτης, φροντίζει πάντοτε να ορίζει τις συναντήσεις του με μικρή χρονική απόσταση, προκειμένου να επιτυγχάνει το βέλτιστο επίπεδο σε οικονομία χρόνου και μετακινήσεων και γι’ αυτό τον ενοχλεί η κάθε πιθανή αλλαγή στο πρόγραμμά του.

Όπως σήμερα το απόγευμα που βρέθηκε αθέλητα εγκλωβισμένος σ’ αυτό το παλιό σπίτι, περιμένοντας να σταματήσει η βροχή και ελπίζοντας ότι ο επόμενος υποψήφιος αγοραστής θα είναι συνεπής και θα χτυπήσει εγκαίρως την πόρτα.

Παραμένοντας στο ίδιο σημείο και στηρίζοντας την πλάτη του στον τοίχο, περιεργάζεται τη μικρή αυλή αυτής της μονοκατοικίας που χτίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και τώρα στέκει άδεια και στριμωγμένη ανάμεσα σε δυο επταώροφες πολυκατοικίες.

Επί πέντε ολόκληρους μήνες προσπαθεί μάταια να την πουλήσει και παρόλο που κατανοεί τους λόγους της αποτυχίας του, αυτή η αργοπορία τον εκνευρίζει, αφού είναι συνηθισμένος να ξεφορτώνεται τα ακίνητα που αναλαμβάνει μέσα σ’ ένα τρίμηνο.

Ομολογουμένως είναι άριστος πωλητής, ένας από τους καλύτερους στον χώρο του και ξέρει πάντοτε να κρύβει με ταχυδακτυλουργική μαεστρία τα μειονεκτήματα και να προβάλλει αντίστοιχα τα πλεονεκτήματα, ακόμα κι αυτά που είναι ανύπαρκτα και αθέατα, όπως είναι φυσικό, σ’ εκείνους που πολιορκεί.

Δεν έχει καμιά σημασία αν τα κτίρια είναι μικρά, μεγάλα, νεόκτιστα, ερειπωμένα, ανακαινισμένα ή απεριποίητα. Εκείνος βρίσκει πάντοτε τις κατάλληλες λέξεις για να τα προβάλλει και να μαγέψει τους ακροατές του, χρησιμοποιώντας ακόμα και ιστορίες που είναι απλά αποκυήματα της φαντασίας του.

«Οι αναμνήσεις ανεβάζουν την αξία», πρεσβεύει και ο άρρηκτος δεσμός που δημιουργεί ένα σπίτι ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι το δικό του όπλο ενάντια στις όποιες αντιρρήσεις.

«Το παραμύθι πουλάει», τον είχε νουθετήσει ο μέντοράς του, όταν ξεκινούσε τη σταδιοδρομία του και ο ίδιος κατέχει μια εξαιρετική ικανότητα να πλάθει το μύθευμα που θέλει να ακούσει ο αποδέκτης.

Όπως ακριβώς η ιστορία αυτής της παλιάς μονοκατοικίας που βρίσκεται τώρα και στην οποία πρωταγωνιστεί ένας εγωιστής, οξύθυμος, αντικοινωνικός και ιδιότροπος ηλικιωμένος, που, όταν ήταν εν ζωή, είχε αποκτήσει στη γειτονιά το προσωνύμιο «Ο Ανάποδος».

«Ο Ανάποδος» ή «Αγάθων», όπως ήταν στην πραγματικότητα το όνομά του, πέθανε λοιπόν εντελώς μόνος, δίχως κανένα οικείο ή φιλικό πρόσωπο πλάι του και η σωρός του πιθανότατα να βρισκόταν ακόμα σ’ αυτό το σπίτι, αν δεν την ανακάλυπτε η γυναίκα που περνούσε καθημερινά για να καθαρίσει και να μαγειρέψει. Εκείνη διέδωσε τα νέα στη γειτονιά και δεν υπήρξε ούτε ένας που να λυπηθεί ή να κλάψει, αφού – όπως συμβαίνει πάντα – οι άνθρωποι συνηθίζουν να μένουν στις εντυπώσεις τους και σπάνια αναρωτούνται αν είναι αποτέλεσμα της ειλικρινούς ή επίπλαστης εικόνας που προβάλλει ο καθένας. Διότι, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, ο Αγάθων είχε αφήσει τον περίγυρό του να πιστεύει ότι ήταν ένας εκκεντρικός μισάνθρωπος και έκρυβε ευλαβικά την αλήθεια που τον έφερνε αντιμέτωπο με τις αναμνήσεις που αιμορραγούσαν ……

Συνεχίζεται….

Συνταγή της Αμβροσίας: Καλοκαιρινές αναμνήσεις

Υλικά:

2 ακτινίδια

1 γκουάβα

3 φέτες ανανά

1 φρούτο του δράκου

1 κούπα σμέουρα

1 πορτοκάλι

1 μάνγκο

Για τη σος

½ κούπα γάλα καρύδας

½ κούπα χυμός ανανά

Εκτέλεση:

Καθαρίζουμε και κόβουμε σε κύβους τα ακτινίδια, το γκουάβα, τον ανανά, το φρούτο του δράκου, το πορτοκάλι και το μάνγκο.

Ετοιμάζουμε τη σος, ανακατεύοντας τα υλικά. Τοποθετούμε όλα τα φρούτα σ’ ένα μπολ, τα περιχύνουμε με τη σος και τα ανακατεύουμε. Πασπαλίζουμε με τριμμένη καρύδα, τοποθετούμε το μπολ στο ψυγείο και σερβίρουμε τη φρουτοσαλάτα δροσερή.