Από την Ισμήνη Χαρίλα
Αν αναζητήσει κάποιος τον λεξικογραφικό όρο του μυθιστορήματος, θα διαβάσει ότι είναι ένα «πεζό αφηγηματικό λογοτεχνικό έργο μεγάλης έκτασης με πολλά πρόσωπα, όπου η διαπλοκή του μύθου με τα γεγονότα (δηλ. την ιστορία) δημιουργεί την πλοκή».
Αντίστοιχα στον ορισμό της αλήθειας αναφέρεται ότι «η έννοια συνδέεται με την αντανάκλαση και την παραγωγή πραγματικότητας». Ως εκ τούτου ο μυθιστοριογράφος δύναται μεν να χρησιμοποιήσει στο έργο του υπαρκτά γεγονότα ή/και πρόσωπα, όμως το αποτέλεσμα υπό το πρίσμα της συγγραφής ενός μυθιστορήματος απέχει από την αποτύπωση της ιστορίας όπως συνέβη.
Με βάση επομένως την παραπάνω διάσταση, ο Αργεντινός συγγραφέας Hernan Diaz καταρρίπτει με το έργο του «Παρακαταθήκη» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο και σε μετάφραση της Κάλλιας Παπαδάκη την ανυπόστατη εμπορική θεωρία περί «αληθινής ιστορίας», αφού εξ’ ορισμού ένα μυθιστόρημα δεν δύναται – αν θέλει να υπηρετήσει το είδος του και να βασιστεί στο θεμελιώδες συστατικό του που είναι ο μύθος – να είναι αληθινή ιστορία.
Με μια ευρηματική και αριστοτεχνική ομολογουμένως μεθοδολογία ο Diaz χωρίζει συνεπώς την «Παρακαταθήκη» σε τέσσερα μέρη και δομεί, όπως διευκρινίζει ο ίδιος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «El Pais», τέσσερις διαφορετικές αφηγήσεις. Αναφέρει λοιπόν ότι «Το πρώτο κείμενο είναι γραμμένο με το ρεαλιστικό ύφος της παραδοσιακής αμερικανικής λογοτεχνίας του τέλους του 19ου αιώνα. Είναι ένα μυθιστόρημα-μέσα-σε-ένα-μυθιστόρημα (…). Τα γεγονότα ολόκληρης της ιστορίας παρουσιάζονται στο πρώτο μέρος, αν και είναι διαστρεβλωμένα και διφορούμενα. Το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος είναι μια ιστορική καταγραφή που στοχεύει να διαψεύσει τα ψέματα του πρώτου μέρους. (…). Ττο τρίτο μέρος είναι γραμμένο σε έναν σύγχρονο δημοσιογραφικό τόνο, α λα Τζόαν Ντίντιον ή Λίλιαν Ρος. (…). Το τέταρτο μέρος φανερώνει το μοντερνιστικό πνεύμα μίας εκ των δύο γυναικών που είναι οι πραγματικές πρωταγωνίστριες του βιβλίου και είναι γραμμένο ως πεζό ποίημα».

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο αναγνώστης προσπαθεί στα δυο πρώτα μέρη να κατανοήσει τη μεταξύ τους σχέση και να εντοπίσει τους συνδετικούς αρμούς, αφού κάλλιστα θα μπορούσε να εξαχθεί το συμπέρασμα παράλληλων αφηγήσεων που περιγράφουν την κατάσταση και όχι τα πρόσωπα. Θα πρέπει να φθάσει στο τρίτο μέρος για να παρακολουθήσει την επινοητική αποκάλυψη και μια διαδοχική ακολουθία ανατροπών η οποία αφαιρεί μια προς μια τις στρωματώσεις και ενισχύει την προαναφερθείσα σχετικότητα περί αληθινής ιστορίας.
Σε κάθε αφηγηματικό μέρος, ο δημιουργός υιοθετεί έναν ετερόκλητο τόνο, ανάλογο με το ύφος του εκάστοτε αφηγητή και παρόλη τη μακροσκελή κειμενική έκταση, η εναλλαγή και η προσαρμοστικότητα σ’ ένα διαφορετικό είδος δεν προκαλεί κόπωση στον αναγνώστη που μεταφέρεται νοερά στη λαμπερή εποχή της δεκαετίας του ’20, στον Μεσοπόλεμο και στα γεγονότα που ακολούθησαν το κραχ του ’29, την κατάρρευση της οικονομίας και την άμβλυνση του χάσματος ανάμεσα στους εύπορους και τους οικονομικά ασθενείς.
Το γλωσσικό μεταφραστικό υπόστρωμα είναι υψηλού επιπέδου και σε συνδυασμό με την αφήγηση αποτελεί μία ακόμα ευχάριστη έκπληξη, αφού ενισχύει τη λογοτεχνικότητα και απέχει παρασάγγας – ευτυχώς, ας μας επιτραπεί να σχολιάσουμε – από τη λεξικολογική ένδεια της σύγχρονης εποχής που στερεί την αναγνωστική απόλαυση του πλούτου της γλωσσικής έκφρασης.
Ένα έτερο αξιοσημείωτο στοιχείο είναι η έμμεση ανάλυση της φιλοσοφικής διάστασης της ηθικής και της ευκολίας ή μη εκείνων που καλούνται να πατήσουν το κουμπί του μανδαρίνου και ορίζουν μέσω της εξουσιαστικής υπεροχής της υλικής υπόστασης την πορεία της ανθρωπότητας.
Συνοψίζοντας επομένως και εξετάζοντας την «Παρακαταθήκη» στην ολότητά της, θα πρέπει να ειπωθεί ότι είναι ένα μυθιστόρημα που διακρίνεται, όχι μόνο στα πλαίσια της αποτύπωσης του αφηγηματικού είδους, αλλά επειδή διαφεύγει των ειωθότων και προκαλεί – προσκαλεί τον αναγνώστη σ’ έναν ανοιχτό, συλλογιστικό διάλογο με την ουσιαστική έννοια της λογοτεχνίας.