Γράφει ο Ερμής:

Συνέχεια από 1ο μέρος

Η μπάλα έπεσε μέσα στην αυλή του, αλλά κανένα από τα πιτσιρίκια που έπαιζαν ποδόσφαιρο στον πεζόδρομο μπροστά από το σπίτι του, δεν τόλμησε να χτυπήσει την πόρτα του για να τη ζητήσει.

Συγκεντρώθηκαν μονάχα όλα τα παιδιά στη γωνιά, αλληλοκοιτάχτηκαν συνωμοτικά, ένα από αυτά είπε κάτι που ο Αγάθωνας – κρυμμένος πίσω από την κουρτίνα – δεν κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει, περίμεναν δυο λεπτά και έπειτα απομακρύνθηκαν με κατεύθυνση το μικρό πάρκο, όπου προφανώς θα έβρισκαν άλλα παιδιά και κατά συνέπεια άλλο παιχνίδι.

Η μπάλα παρέμεινε στο ίδιο σημείο της αυλής για μία ολόκληρη εβδομάδα, αλλά μήτε κάποιο παιδί, μήτε κάποιος από τους γονείς τους δεν τόλμησε να χτυπήσει την πόρτα του Αγάθωνα. Την επόμενη κιόλας ημέρα μια καινούργια μπάλα αντικατέστησε τη χαμένη και η πιτσιρικαρία έπαιζε σε ασφαλή απόσταση από το σπίτι του Αγάθωνα, προκειμένου τα παιδιά να μην βρεθούν ξανά αντιμέτωπα με τον φόβο του δύστροπου, του γκρινιάρη, του τζαναμπέτη, του γεροπαράξενου, όπως τον αποκαλούσαν στη γειτονιά.

Διότι αυτήν την αίσθηση είχαν όλοι για εκείνον. Ότι ήταν ένας μισάνθρωπος που κατοικούσε μόνος του σ’ εκείνη τη μονοκατοικία που είχε χτιστεί στα μέσα του προηγούμενου αιώνα και τώρα γερνούσε μαζί με τον ιδιοκτήτη της, αδιάφορη για τις εξελίξεις της εποχής που ζητούσε προσαρμοστικότητα σε νέα δεδομένα και διαφορετική νοοτροπία.

Μήτε όμως αυτό το παλιό σπίτι που ήταν χωμένο ανάμεσα σε μοντέρνα οικοδομήματα, μήτε ο «Ανάποδος», όπως ήταν γνωστός ο Αγάθωνας στη γειτονιά, δεν ταίριαζαν στην εικόνα.

Ο Αγάθωνας ήταν ο παλαιότερος κάτοικος της περιοχής και ο μοναδικός μάρτυρας που είχε απομείνει από το παρελθόν. Γνώστης των γεγονότων που είχαν σηματοδοτήσει τη μετάβαση από το χθες στο σήμερα και παρατηρητής όλων των εικόνων που οι άλλοι δεν φανταζόντουσαν καν ότι ήταν αληθινές.

Γέρος πια, δίχως τους συνοδοιπόρους της νιότης του που θα μπορούσαν να καταστρέψουν τη φήμη που είχε αποκτήσει, διατηρούσε την ησυχία του, κρυμμένος πίσω από το προσωπείο που οικειοθελώς είχε δημιουργήσει και άφηνε τους άλλους στην πλάνη τους, αφού στην πραγματικότητα δεν ήταν μήτε ιδιότροπος, μήτε στριμμένος.

Ήταν απλώς ένας άνθρωπος που ήλπισε υπερβολικά, ονειρεύτηκε όλα αυτά που η Μοίρα δεν θέλησε να του χαρίσει, πάλεψε, έχασε, πόνεσε και είδε τις πληγές του να κακοφορμίζουν και να μην θεραπεύονται ποτέ.

Πόσο όμορφη ήταν λοιπόν η οπτική στην ανατολή της ύπαρξης και πόσο απογοητευτική ήταν η αίσθηση του ταξιδιού. Άτυχος καθ’ όλα τα στάδια της πορείας του, ο Αγάθωνας συνειδητοποίησε τη μεγαλοστομία και την απολυτότητα ορισμένων γνωμικών που εκφράστηκαν για πρώτη φορά από άτομα που πιθανότατα δεν είχαν γνωρίσει την ήττα ή την απελπισία.

«Εσύ ορίζεις το πεπρωμένο σου», «εσύ επιλέγεις» και άλλες παρόμοιες αμπελοφιλοσοφίες κατά την άποψη του Αγάθωνα, αφού ο ίδιος βίωσε ό,τι προσπάθησε με νύχια και με δόντια να αποφύγει και δεν άγγιξε καν ό,τι πάσχισε για να αποκτήσει.

Ογδοντάρης και κλεισμένος σ’ αυτό το κτίσμα όπου πέρασε σχεδόν όλη του τη ζωή και το οποίο δεν ένιωσε ποτέ σαν σπίτι, προτιμούσε να αφήνει τους άλλους να διατηρούν την άσχημη εντύπωση που είχαν σχηματίσει για το πρόσωπό του, παρά να αντικρίζει στο βλέμμα τους τον οίκτο και τη συμπόνια.

Όχι, αυτό δεν θα το άντεχε. Θα ήταν το κερασάκι στην τούρτα, παρόλο που η ζωή του είχε αποδείξει περίτρανα πως όσο μια καρδιά εξακολουθεί να χτυπά, εξακολουθεί να αντέχει και πώς όσο περισσότερο κάποιος πονά, τόσο περισσότερο εκείνη τρέφεται από τη δυστυχία της και από τα δάκρυα που πετρώνουν και γίνονται βαθιές αυλακιές που χαρακώνουν το πρόσωπο και μετατρέπονται σε σημάδια που δεν επιτρέπουν στον κατόχό τους να ξεχάσει ή να προσπεράσει τα γεγονότα που του τόνισαν ότι υπήρξε, αλλά δεν έζησε.

Και έτσι ο Αγάθωνας, καλυμμένος από το άλλοθι της υποτιθέμενης ιδιοτροπίας του, έβρισκε παρηγοριά στα βιβλία και τη μουσική που ήταν οι μοναδικοί σύντροφοι που δεν τον πρόδωσαν ποτέ και οι οποίοι διέλυαν, έστω και πρόσκαιρα, τα βαριά σύννεφα που σκοτείνιαζαν το φως του.

Συνεχίζεται….

Συνταγή της Αμβροσίας: Το μεθύσι της λησμονιάς

Υλικά:

15 μεγάλα, ώριμα κορόμηλα

15 ώριμα μούσμουλα

5 ώριμα φραγκόσυκα

1 ½ κούπα ζάχαρη

3 λοβοί βανίλιας

1 κιλό τσικουδιά (άοσμη και δυνατή)

½ κιλό γλυκό σαμιώτικο κρασί

Εκτέλεση:

Πλένουμε και κόβουμε στη μέση τα φρούτα. Κόβουμε τους λοβούς και τοποθετούμε όλα τα υλικά σ’ ένα μεγάλο βάζο, που κλείνει αεροστεγώς. Φυλάμε το βάζο σε σκιερό σημείο και ανακινούμε το περιεχόμενο 2 – 3 φορές ημερησίως για σαράντα ημέρες. Στραγγίζουμε σ’ ένα τουλπάνι το ποτό, επαναλαμβάνουμε άλλες 2 φορές τη διαδικασία και το αδειάζουμε σε κρυστάλλινη μποτίλια.