Από την Ισμήνη Χαρίλα
Το 2014 η δημοσιογράφος Léna Mauger και ο φωτογράφος Stéphane Remael παρέδωσαν στο αναγνωστικό κοινό το βιβλίο τους με τίτλο «The Vanished. The evapored people of Japan» που βασιζόταν στην πενταετή τους έρευνα για το φαινόμενο Johatsu που παραπέμπει στα ιαπωνικά στην έννοια της εξάτμισης και χρησιμοποιείται για τους ανθρώπους, οι οποίοι – πιεζόμενοι από προσωπικά, επαγγελματικά ή κοινωνικά προβλήματα – επιλέγουν οικειοθελώς να εξαφανιστούν δίχως να αφήσουν ίχνη.
Πριν λίγους μήνες οι Εκδόσεις Έξη εξέδωσαν το βιβλίο του Βασίλη Κασσάρα με τίτλο «Μάμουσα. Η φωνή της σιωπής», το οποίο, αν και δεν περιλαμβάνει καμιά αναφορά στο προαναφερθέν φαινόμενο της Ιαπωνίας, γεννά εντούτοις εννοιολογικούς συνειρμούς στους αναγνώστες που είναι γνώστες του όρου.
Βασική ηρωίδα του μυθιστορήματος του Βασίλη Κασσάρα είναι η Βασιλική, μια νεαρή γυναίκα η οποία αναγκάζεται από τις περιστάσεις να εγκαταλείψει το χωριό της και να αναζητήσει καταφύγιο στο νησί των Κυθήρων. Μόνη, φοβισμένη και κουβαλώντας το βαρύ φορτίο τύψεων και ενοχών για τα εγκλήματα που τα γεγονότα της ζωής της την οδήγησαν να διαπράξει, επιλέγει την ηθελημένη σιωπή και ξεκινά από το μηδέν, χαρίζοντας τοιουτοτρόπως στον εαυτό της την πολυτέλεια της απόκρυψης της ταυτότητάς του και της προβολής της πραγματικής του μορφής μέσω των πράξεων και όχι των λόγων.
Ο συγγραφέας πλέκει επομένως σταδιακά τον μύθο της πρωταγωνίστριάς του και ξεδιπλώνει παράλληλα τη ζωή των υπολοίπων ηρώων που υπερθεματίζουν ανάλογα με την εξέλιξη, την πορεία ή την κατάληξή τους, άλλοτε το φως και άλλοτε το σκοτάδι, τους δυο αιώνιους δηλαδή συμμάχους και συνάμα εχθρούς του ανθρώπινου πεπρωμένου.

Σταδιακά, ο Κασσάρας αναπτύσσει μια θεματολογία που περιστρέφεται κυρίως γύρω από τους άξονες της κακοποίησης και των συνεπειών της, της παραβατικότητας αλλά και των συνεπειών της έλλειψης ουσιαστικής παιδείας.
Με απλή γλώσσα που ενέχει στοιχεία ντοπιολαλιάς και ιδιωματισμούς που προσδίδουν στο κείμενο μια αίσθηση λυρικότητας, ο συγγραφέας οπτικοποιεί το νησί, όπου εξελίσσεται το αφήγημα και αντιπαραβάλλει την ετερόκλητη στάση που υιοθετούν οι άνθρωποι του νησιού έναντι εκείνων του κάμπου. Οι πρώτοι χάνονται στην απεραντοσύνη της θάλασσας που – με τις τρικυμίες της – τους διδάσκει να αγκαλιάζουν το αβέβαιο ή το καινούργιο και να είναι δεκτικοί στο ταξίδι. Οι δεύτεροι, όντας περιορισμένοι σε μια οριοθετημένη περιοχή με συγκεκριμένα όρια, προσαρμόζονται στην απολυτότητα και στην εμμονή σε απόψεις που φέρουν παρωπίδες και δεν επιτρέπουν την υιοθέτηση ετερόκλητης οπτικής.
Προκύπτει κατά συνέπεια μια σημασιολογική αντιπαράθεση που θέτει εξάλλου ευθύς εξαρχής ο ίδιος ο δημιουργός, αφού ο πρόλογος του πρώτου κεφαλαίου ξεκινά ως ακολούθως
«Αν ήσουν πουλί και πέταγες, δανεικά φτερά αν είχες, όπως εκείνα που σε όνειρα δανείζεσαι και πετάς άλλες φορές σαν ανάλαφρο χελιδόνι κι άλλοτε σαν βαρύ γεράκι, πουλί όποιο κι αν ήσουν και πέταγες τώρα πάνω από αυτόν εδώ τον κάμπο, θα ‘χες πολλά να δεις!»
Το ταξίδι λοιπόν, είτε ως γεγονός, είτε ως σκέψη ή πρόθεση ή ακόμα και ως διαφυγή, αλλά πρωτίστως ως πνευματική διεργασία – αφού μόνο ένας νους που ξέρει να «πετά», δύναται και να εξελιχθεί – λαμβάνει ξεχωριστή θέση από την πρώτη κιόλας στιγμή και λειτουργεί ως το αντικλείδι για την πύλη της διεξόδου, της αρχής ή του τέλους που σηματοδοτούν αντίστοιχα την αντίδραση ή την υποταγή.