Γράφει ο Ερμής:

Συνέχεια από 2o μέρος

Ενός κακού μύρια έπονται και ο Αγάθωνας είχε καταλήξει βιωματικά σε δυο συμπεράσματα. Πρώτον ότι, όταν ξεκινούν τα χτυπήματα πρέπει να είναι κανείς εξαιρετικά δυνατός και υπομονετικός για να αντέξει και να συνεχίσει. Δεύτερον ότι σε κάθε σπίτι υπάρχει τουλάχιστον ένα άτομο που είναι ικανό για να επωμιστεί τη δύσκολη δουλειά της στήριξης, της δραστηριοποίησης, της αναζήτησης λύσεων και της εφαρμογής τους. Στη δική του οικογένεια, ο κλήρος της ευθύνης έπεσε στον ίδιο και οι συγκυρίες απέδειξαν το μέγεθος της αντοχής του.

Ήταν είκοσι έξι ετών, όταν ξέσπασε η μεγάλη θύελλα. Είχε τελειώσει με τις σπουδές και τη στρατιωτική του θητεία, είχε διοριστεί σε ένα υπουργείο και έψαχνε να νοικιάσει ένα δικό του σπίτι, προκειμένου να φύγει από το πατρικό του, όπου η καθημερινότητα ήταν πλέον αφόρητη. Μια αυταρχική μητέρα που γκρίνιαζε διαρκώς, ένας πατέρας που είχε εξαντλήσει πολύ νωρίς τα αποθέματα της υπομονής του και ατέρμονοι ανούσιοι καβγάδες μεν, αλλά εξοντωτικοί για τον Αγάθωνα που τους υπέμενε μόνος μετά την μετακόμιση της αδελφής του που παντρεύτηκε και γλύτωσε από το κοινό τους βασανιστήριο.

Ο Αγάθωνας ήλπιζε ότι σύντομα θα έβρισκε και εκείνος ένα σπίτι, θα έφευγε και θα ηρεμούσε. Η πραγματικότητα όμως διέψευσε τα όνειρά του και μέσα σε μια στιγμή οι αμμώδεις πύργοι του διαλύθηκαν από ένα κύμα λάσπης.

Ένα αργοπορημένο φρενάρισμα, ένα τροχαίο ατύχημα στο οποίο ενεπλάκη το φορτηγό που οδηγούσε ο πατέρας του και ένα οχτάχρονο παιδί που κατέληξε νεκρό, συνέθεταν την εικόνα της καταστροφής.

Ο Αγάθωνας δεν θα ξεχνούσε ποτέ εκείνο το Αυγουστιάτικο απόγευμα. Μόλις είχε επιστρέψει στο σπίτι, όταν χτύπησε το κουδούνι ένας παλιός του συμμαθητής που υπηρετούσε πλέον στην Αστυνομία.

«Το άκουσα στο Τμήμα», είπε στον Αγάθωνα και συμπλήρωσε ότι «Θεώρησα ότι ήταν καλύτερα να το μάθεις από εμένα».

«Τι να μάθω;» αναρωτήθηκε ο Αγάθωνας, αλλά προτού προλάβει να εκφράσει την απορία του, ο αστυνομικός του ανέφερε τον λόγο της παρουσίας του. Με φράσεις λιτές, συνοπτικές και αποστασιοποιημένες του μετέφερε τα γεγονότα και του εξήγησε για το παιδί που χτυπήθηκε από το φορτηγό, την επιβεβαίωση του θανάτου του από τους γιατρούς στο νοσοκομείο όπου μεταφέρθηκε και τη σύλληψη του πατέρα του που ορκιζόταν ότι το παιδί πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά του, αλλά δεν υπήρχε κανένας αυτόπτης μάρτυρας για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά του, εκτός από τη γιαγιά που το επιτηρούσε ενώ έπαιζε στην αυλή του σπιτιού της.

Εκείνη όμως αρνιόταν πεισματικά ότι το παιδί ξέφυγε της προσοχής της και επέμενε ότι ήταν δίπλα του, ενώ εκείνο χάζευε ένα σκυλάκι.

«Δεν υπήρχε κανένα σκυλί», αντέκρουε ο πατέρας του Αγάθωνα. «Μόνο ένα τόπι και μάλλον γι’ αυτό άνοιξε την πόρτα της αυλής και βγήκε έξω από το σπίτι ο μικρός. Πρέπει να του έπεσε, ενώ έπαιζε και έτρεξε να το μαζέψει».  

«Ψέματα», αποκρινόταν η γιαγιά και η αντιπαράθεση αυτή συνεχίστηκε και στο δικαστήριο, όπου ο Αγάθωνας, από τις αντιδράσεις της ηλικιωμένης γυναίκας, κατάλαβε ότι ο πατέρας του έλεγε την αλήθεια. Ούτε όμως εκείνος, ούτε και ο δικηγόρος μπόρεσαν να ανατρέψουν τους ισχυρισμούς και να αποδείξουν τι είχε συμβεί. Έτσι ο πατέρας του καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, φυλακίστηκε και συμπαρέσυρε μαζί του και την οικογένειά του που όφειλε να αντιμετωπίσει ένα πλήθος προβλημάτων.

Κατ’ αρχάς, οι αποταμιεύσεις τους, το φορτηγό και ένα σπίτι στο χωριό δαπανήθηκαν στα έξοδα των δικηγόρων και των αποζημιώσεων και είναι σίγουρο ότι θα χανόταν και το σπίτι που κατοικούσαν, αν ο πατέρας του Αγάθωνα δεν του το είχε μεταβιβάσει, όταν παντρεύτηκε η αδελφή του και διευθέτησε τα περιουσιακά ζητήματα.

Στη συνέχεια η ρετσινιά του φονιά απομάκρυνε σχεδόν όλους τους φίλους και τους συγγενείς και η ντροπή ανάγκασε από τη μια πλευρά τη μάνα του Αγάθωνα να κλειστεί μέσα στο σπίτι και να βγαίνει από αυτό μονάχα για να πάει στη φυλακή, όταν είχε επισκεπτήριο και από την άλλη πλευρά την αδελφή του να μεταναστεύσει με τον άνδρα και το νεογέννητο παιδί της σε άλλη χώρα, προκειμένου να ξεκινήσουν από το μηδέν, απαλλαγμένοι από τα σχόλια και την κακή φήμη.

Ο Αγάθωνας όμως δεν είχε επιλογές. Δεν μπορούσε ούτε να κλειστεί στο καβούκι του, ούτε να το βάλει στα πόδια. Οι υποχρεώσεις έτρεχαν και εκείνος έπρεπε να τις καλύψει. Φόρεσε επομένως τον βαρύ μανδύα που είχε κεντηθεί με την πολύχρωμη χρυσοκλωστή του πόνου, της θλίψης και της ντροπής, σήκωσε το κεφάλι και προχώρησε με τον μοναδικό τρόπο που μπόρεσε να σκεφθεί. Υιοθέτησε ένα αυστηρό, τυπικό προσωπείο, απέκλεισε σε όλους τη δυνατότητα να τον προσεγγίσουν και να τον ρωτήσουν οτιδήποτε που αφορούσε την προσωπική ή την οικογενειακή του ζωή και θωρακίστηκε μέσα στο κουκούλι της ηθελημένης απομόνωσής του.

Η μεγαλύτερη δυσκολία του ήταν η νέα του προσαρμογή στον επαγγελματικό του χώρο, αλλά ευτυχώς η εξαιρετική του απόδοση και η υψηλή ποιότητα της εργασίας του λειτούργησαν συνεπικουρικά, ώστε να παρακαμφθεί η φημολογία και με το πέρασμα του χρόνου η ρουτίνα να διαλύσει τα σχόλια.

Συνεχίζεται……….

Συνταγή της Αμβροσίας: Κόκκινο σημάδι

Υλικά:

4 μεγάλα ποτήρια χυμός καρπουζιού

5 κ. σ. ζάχαρη

5 κ. σ. κορνφλάουρ

Εκτέλεση:

Διαλύουμε το κορνφλάουρ σ’ ένα από τα τέσσερα ποτήρια του χυμού. Τοποθετούμε όλα τα υλικά σε μια κατσαρόλα και τα βράζουμε, ανακατεύοντας διαρκώς για να κολλήσει το μίγμα.

Μόλις δέσει το μίγμα, το αδειάζουμε σε μικρά μπολ και τα τοποθετούμε στο ψυγείο, μέχρι να παγώσει το ζελέ.

Πριν το σερβίρισμα, γαρνίρουμε με σαντιγί.