Από την Ισμήνη Χαρίλα

Το 1859 πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Blackwood’s «Το Πέπλο» της Τζορτζ Έλιοτ, στο οποίο η συγγραφέας, χρησιμοποιώντας την πρωτοπρόσωπη γραφή, μεταφέρει τον αναγνώστη στον κόσμο του υπερφυσικού, όπου οι ήρωες – όπως επισημαίνεται στην ελληνική δημοσίευση του έργου από τις Εκδόσεις Πατάκη και σε μετάφραση της Αργυρούς Μαντόγλου – «είναι αδύναμοι μπροστά στη Μοίρα τους για την οποία δεν είναι υπεύθυνος κάποιος Θεός, αλλά οι ίδιες οι αδυναμίες τους και οι σκοτεινές δυνάμεις που εδράζονται στο υποσυνείδητο».

Ο βασικός ήρωας της νουβέλας της Μαίρη Άνν Έβανς, όπως ήταν το πραγματικό όνομα της Έλιοτ, θεωρεί ότι έχει τη δυνατότητα να βλέπει το μέλλον και να διαβάζει τις σκέψεις των ανθρώπων. Η ικανότητα όμως αυτή που προκαλείται από μια ασθένεια που του επιτρέπει μεν να έχει μελλοντικούς οραματισμούς, αλλά συνάμα τον βασανίζει, χαρακτηρίζεται από τον ίδιο ως κατάρα και όχι ως χάρισμα.

Η αφήγηση λοιπόν ξεκινά με την πρόβλεψη των γεγονότων που θα προηγηθούν του θανάτου του και η δημιουργός στήνει το κείμενό της βασιζόμενη στην τεχνική του ρεαλισμού. Κατά συνέπεια αποδίδει λεπτομερώς την πραγματικότητα και παρουσιάζει τους τόπους, αλλά και τα πρόσωπα στις αληθινές τους διαστάσεις, αποφεύγοντας τον εκφραστικό πλουραλισμό και εστιάζοντας στα συναισθήματα ενός ανθρώπου που είναι ψυχικά ασθενής και παραπαίει ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο.

Η Έλιοτ εμπνέεται λοιπόν από την καθημερινότητα και λαμβάνοντας υπόψη την υποκειμενικότητα, εμβαθύνει στον χώρο του υπερφυσικού και του υποσυνείδητου που υπερβαίνει τη λογική, ενώ τα γεγονότα που διαδραματίζονται αδυνατούν να διασαφηνιστούν στην ολότητά τους δίχως την αποδοχή της ύπαρξης του παραδόξου και της παραβίασης του φυσικού νόμου.

Επιπρόσθετα, ακολουθώντας την τεχνική των αντιθέσεων – όπως και στο μυθιστόρημά της «Σίλας Μάρνερ», που κυκλοφόρησε δυο χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1861 – η συγγραφέας αντιπαραβάλλει τη ζωή στον θάνατο, τη λογική στο παράλογο, το φυσικό στο αφύσικο, την αλήθεια στο ψέμα και τον σκοταδισμό στην προοδευτική σκέψη.

Ως εκ τούτου, το ίδιο το έργο επιζητά να ειδωθεί μέσα σ’ ένα πλαίσιο διευρυμένης αντίληψης που θα επιτρέψει την επαφή με νέες ιδέες και συλλογιστικές εκφράσεις και στο σημείο αυτό δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι η ίδια η Έλιοτ ακολουθούσε έναν ιδιαίτερα προοδευτικό και αντισυμβατικό τρόπο ζωής για την εποχή της. Έναν δρόμο που θεωρήθηκε από ορισμένους προκλητικός και ενδεχομένως και εκτός ορίων ηθικής και γι’ αυτόν τον λόγο την απομάκρυνε από τους φίλους και τους οικείους της.

Βάση των παραπάνω, είναι επομένως εμφανές ότι ο τίτλος του πρωτοτύπου «The Lifted Veil», δηλαδή «Το ανασηκωμένο πέπλο», παραπέμπει συνειρμικά ακριβώς σ’ αυτήν την αίσθηση της αλλαγής οπτικής και αντιμετώπισης των καταστάσεων, αφού η οποιαδήποτε εξελικτική μετάβαση απαιτεί εν γένει αφαίρεση των παρωπίδων και ετερόκλητη ερμηνεία των τεκταινομένων.

Με την αθωότητα ενός παιδιού, όπως ήταν και ο ήρωας προτού αρρωστήσει και αποκτήσει τη δύναμη του οραματισμού, αλλά και την επιφυλακτικότητα ενός ενήλικα που προφυλάσσεται από τη θυματοποίησή του.