Γράφει ο Ερμής:
Συνέχεια από 3ο μέρος
Λαχανιασμένος, χτύπησε την πόρτα και ένα μικρό αγόρι φάνηκε στο κατώφλι.
«Ήρθες λοιπόν».
«Ξέρεις ποιος είμαι;» ρώτησε ο Αλφόνσο.
«Φυσικά. Παρακολουθώ όλους όσους επιχειρούν να έρθουν εδώ. Η Ελπίδα σε περιμένει», αποκρίθηκε το αγόρι και του ζήτησε να το ακολουθήσει.
Ο Αλφόνσο υπάκουσε και καθώς προχωρούσαν στο εσωτερικό του πύργου, διαπίστωσε ότι δεν είχε ξαναδεί ποτέ κάτι ωραιότερο. Πανδαισία χρωμάτων επικρατούσε σε όλους τους τοίχους. Πανέμορφα χρωματιστά έπιπλα, σμιλεμένα από ξύλο, στόλιζαν τα δωμάτια, ενώ άπλετο φως διαχεόταν στο κτίριο από μεγάλα παράθυρα που υπήρχαν κατά μήκος της σκάλας και σε κάθε τοίχο. Παιδιά και νάνοι, είχαν επιφορτιστεί με τη διαχείριση και τη συντήρηση του πύργου και καθένας εκτελούσε από μια εργασία.
Το αγόρι οδήγησε τον Αλφόνσο σε μια αίθουσα, όπου επάνω σ’ ένα σύννεφο καθόταν ένα δεκάχρονο κορίτσι που φορούσε ένα αέρινο φόρεμα από πολύχρωμα πέπλα και στις ξανθές του μπούκλες είχε στερεώσει ένα στεφάνι από γαλάζια και ροζ κρινάκια.
«Καλώς όρισες. Χαίρομαι που είσαι κοντά μας. Είμαι η Ελπίδα».
Ο Αλφόνσο αισθάνθηκε αμήχανος, γιατί η Ελπίδα ήταν ένα τυφλό παιδί, αλλά εκείνη, διαβάζοντας τη σκέψη του, τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση.
«Η όρασή μου είναι στην καρδιά και στο μυαλό μου. Με αυτά βλέπω. Επίσης δεν πρόκειται να μεγαλώσω ποτέ, γιατί τότε θα χάσω την αθωότητα της σκέψης μου. Ελπίζω, γιατί μπορώ να διακρίνω αυτό που κρύβεται πίσω από τις άσχημες και θλιβερές εικόνες της πραγματικότητας».
«Θέλω να ζητήσω από εσένα και τις Αρετές να επιστρέψετε κοντά μας. Από την ημέρα που μας αφήσατε, ο κόσμος μας καταστρέφεται», εξήγησε ο Αλφόνσο, αλλά η Ελπίδα αρνήθηκε.
«Ξέρω ποιος είναι ο λόγος και ο τρόπος που σε οδήγησαν εδώ. Οι αδελφές μου ταξιδεύουν και μόνο εγώ βρίσκομαι στον πύργο. Αποφασίσαμε όμως να μην γυρίσουμε, Αλφόνσο. Οι άνθρωποι άλλαξαν και μας ξέχασαν. Έγιναν υλιστές, ενδιαφέρονται μόνο για το κέρδος, γκρινιάζουν, είναι μίζεροι, αδιαφορούν για το κακό που προκαλούν, βλέπουν μόνο την άσχημη πλευρά της ζωής και έπαψαν να πιστεύουν στα όνειρα. Δεν νοιάζονται για τα πνευματικά αγαθά και οι αδελφές μου ανήκουν σε αυτά. Ο κόσμος σας είναι εκείνος που μας έδιωξε».
«Γίνεσαι άδικη. Δεν σκέπτονται όλοι με αυτόν τον τρόπο».
«Ίσως, αλλά θα πληρώσουν το τίμημα, γιατί επέτρεψαν να επικρατήσει η ατιμία, η αδικία, η πλεονεξία, η επιπολαιότητα και η κακία».
«Σε παρακαλώ, δώσε μας μία ευκαιρία για να επανορθώσουμε».
Η Ελπίδα δεν απάντησε αμέσως. Περίμενε μερικά λεπτά και ύστερα πήρε ένα μικρό κουδουνάκι από το τραπεζάκι δίπλα της, το χτύπησε και δύο νάνοι ήρθαν στην αίθουσα. Πλησίασαν την Ελπίδα και αφού συζήτησαν χαμηλόφωνα μαζί της, εκείνη ανακοίνωσε στον Αλφόνσο.
«Κάθε χρόνο, την εποχή της άνοιξης, επισκέπτομαι την πηγή των ιδεών και γεμίζω το μπουκάλι μου με το πολύχρωμο νερό της. Φέτος θα στείλω εσένα. Κανένας θνητός δεν γνωρίζει την ύπαρξη της πηγής και δεν την έχει δει ποτέ. Αφού έφθασες όμως μέχρι εδώ, θα σου δώσω την ευκαιρία που ζητάς».
«Είναι μακριά;» ρώτησε ο Αλφόνσο.
«Ναι και κινδυνεύεις αν πας μόνος σου. Γι’ αυτό θα σε συνοδέψουν οι βοηθοί μου», απάντησε η Ελπίδα και του έδειξε τους νάνους που είχε καλέσει νωρίτερα. «Μην ανησυχείς. Θα σε προστατέψουν και δεν θα πάθεις κακό. Για να πάρεις όμως το νερό πρέπει να πείσεις τη Θεά της πηγής ότι το αξίζεις».
«Με ποιον τρόπο;»
«Απλώς αποδεικνύοντας ότι ελπίζεις στο αδύνατο. Αν συμφωνείς, θα φύγετε αμέσως».
«Εντάξει, θα ήθελα μόνο να καθαρίσω πρώτα τις πληγές μου», είπε ο Αλφόνσο και η Ελπίδα έβγαλε από την τσέπη της ένα μικρό ξυλόγλυπτο κουτάκι, πήρε λίγη σκόνη από το εσωτερικό του και κάλυψε τις πληγές στα χέρια και τα πόδια του Αλφόνσο. Μια γλυκιά θερμότητα τύλιξε τότε το σώμα του και οι πληγές του θεραπεύθηκαν αμέσως.
Συνεχίζεται….

Συνταγή της Αμβροσίας: Η πολυπλοκότητα της απλότητας
Υλικά:
2 φύλλα σφολιάτας
½ κιλό κιμάς (ανάμεικτος αρνίσιος και μοσχαρίσιος)
1 κούπα ανάμεικτα κίτρινα τυριά (τριμμένα)
½ κούπα κουκουνάρι
Πιπέρι
2 ξύλα κανέλα
1 μεγάλο ξερό κρεμμύδι
½ κούπα λάδι
Εκτέλεση:
Ψιλοκόβουμε το κρεμμύδι και το βάζουμε σε μια κατσαρόλα μαζί με τον κιμά και το λάδι. Σοτάρουμε ελαφρά, προσθέτουμε την κανέλα, το πιπέρι και λίγο νερό. Αφήνουμε το μίγμα να βράσει και μόλις σωθεί το νερό, σοτάρουμε ξανά ελαφρά. Αποσύρουμε την κατσαρόλα από τη φωτιά και μόλις κρυώσει, αφαιρούμε τα ξύλα κανέλας, προσθέτουμε το κουκουνάρι, τα τυριά και ανακατεύουμε.
Στη συνέχεια, ανοίγουμε ένα – ένα τα φύλλα σφολιάτας, μοιράζουμε τη γέμιση που ετοιμάσαμε και τυλίγουμε κάθε φύλλο σε ρολό. Αλείβουμε τα δυο ρολά με λίγο γάλα, τα τοποθετούμε σε λαδωμένο ταψί και ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180ο C μέχρι να ροδίσουν.