Γράφει ο Ερμής:

Συνέχεια από 4ο μέρος

Πλέον ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν. Αντί όμως να βγουν από τον πύργο, ακολουθώντας τη διαδρομή που έκανε ο Αλφόνσο, οι νάνοι άνοιξαν μία πόρτα και άρχισαν να κατεβαίνουν μια σκάλα. Ο Αλφόνσο τους ακολούθησε και παρόλο που κατέβηκαν δύο χιλιάδες σκαλιά, μέχρι να συναντήσουν την έξοδο, όφειλε να παραδεχθεί ότι η κατάβαση ήταν ευκολότερη συγκριτικά με την ανάβαση που είχε κάνει νωρίτερα.

Κατά τη διάρκεια της πορείας τους, ο Αλφόνσο έγινε φίλος με τους νάνους. Τους διασκέδαζε με ταχυδακτυλουργικά κόλπα και εκείνοι του προσέφεραν νόστιμες λιχουδιές που γέμιζαν το στομάχι του και ικανοποιούσαν την πείνα του.

Μια εβδομάδα αργότερα έφθασαν σ’ ένα ανηφορικό μονοπάτι, όπου βρήκαν μια σπηλιά. Στο εσωτερικό της επικρατούσε το απόλυτο σκοτάδι και γι’ αυτό οι νάνοι άναψαν μια δάδα που φώτισε τον χώρο και τους επέτρεψε να προχωρήσουν σ’ έναν μεγάλο διάδρομο, που κατέληγε όμως σε αδιέξοδο.

Ο Αλφόνσο ένιωσε απελπισμένος, αλλά οι νάνοι του χαμογέλασαν, έβαλαν ένα χρυσό κλειδί στην άκρη του βράχου και το έστρεψαν σαν να υπήρχε κλειδωνιά. Μία, δύο, τρείς φορές και ο βράχος υποχώρησε, φανερώνοντας ένα θέαμα που μάγεψε τον Αλφόνσο.

Πανύψηλα δέντρα, εξωτικά λουλούδια, παραδείσια πουλιά και ένας μικρός καταρράκτης που κατέληγε σ’ ένα ποτάμι, στα νερά του οποίου καθρεφτιζόταν ο ήλιος. Τα νερά όμως δεν ήταν διάφανα, αλλά χρωματιστά: κόκκινα, κίτρινα, μπλε, βιολετί, πράσινα, πορτοκαλί και μωβ.

Ο Αλφόνσο, έκπληκτος, προχώρησε προς τον καταρράκτη, αλλά τρεις νύμφες εμφανίστηκαν μπροστά του και τον εμπόδισαν.

«Γιατί ήρθες; Τι ψάχνεις;»

«Με λένε Αλφόνσο. Με έστειλε η Ελπίδα για να πάρω το πολύχρωμο νερό».

«Εσύ; Ένας θνητός;»

«Ναι» και ο Αλφόνσο εξιστόρησε τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί και που επιβεβαιώθηκαν από τους νάνους.

«Αφού είναι επιθυμία της Ελπίδας, θα το δεχτούμε, αλλά το νερό θα το πάρεις, μόνο αν το επιτρέψει η Νύμφη της πηγής».

«Μπορώ να τη δω;»

«Η Νύμφη μας επισκέπτεται τα μεσάνυχτα. Θα περιμένουμε. Εν τω μεταξύ, ελάτε να φάτε μαζί μας. Ασφαλώς θα είστε κουρασμένοι από το ταξίδι σας», απάντησαν και οδήγησαν τον Αλφόνσο και τους νάνους σ’ ένα ξέφωτο, όπου ήταν συγκεντρωμένες όλες οι Νύμφες που κατοικούσαν σε αυτόν το θαυμαστό κόσμο. Με μεγάλη ευχαρίστηση μοιράστηκαν το φαγητό τους, που αποτελούταν από χυμούς φρούτων, λαχανικά και βρώσιμα λουλούδια.

Η ώρα κύλησε ευχάριστα με συζήτηση και γέλια. Ο Αλφόνσο διασκέδαζε και σχεδόν ξέχασε τον λόγο του ταξιδιού του. Η δύση όμως του ήλιου και ο ερχομός της σελήνης, τον επανέφεραν στην πραγματικότητα.

Ο ουρανός έβγαλε τη γαλανή φορεσιά του και φόρεσε τις μπλε – μαύρες πυτζάμες του, ενώ χιλιάδες λαμπερά αστέρια πήραν τη θέση τους για να φωτίσουν τη γη. Τα νυχτολούλουδα ξύπνησαν από τον ημερήσιο ύπνο τους και «άνοιξαν» τους μίσχους τους για να αρωματίσουν την πλάση. Οι κουκουβάγιες έπιασαν κι εκείνες δουλειά και διέκοψαν τη σιγαλιά της νύχτας με τον θόρυβό τους, ενώ ακριβώς τα μεσάνυχτα και καθώς ο Αλφόνσο προσπαθούσε να μην υποκύψει στην αγκαλιά του Μορφέα, εμφανίστηκε η Νύμφη της Πηγής.

Μια γυναίκα ψηλή, με ασημένια μαλλιά, μενεξεδένια μάτια και η οποία φορούσε ένα φόρεμα που άλλαζε χρώματα και σχήμα σε κάθε της βήμα.

«Οι Νύμφες μου μίλησαν», είπε στον Αλφόνσο. «Είσαι θνητός και δεν μπορώ να σε αφήσω να μολύνεις το νερό της Πηγής. Αποφάσισα όμως να σε βοηθήσω. Κάθε αυγή και για λίγα μόνο λεπτά, η Θεά της Πηγής, εγκαταλείπει το σπίτι της στη σπηλιά του καταρράκτη για να ελέγξει ότι όλα λειτουργούν σωστά. Θα της κάνεις ένα δώρο και αν ικανοποιηθεί θα σου επιτρέψει να γεμίσεις το μπουκάλι σου με νερό».

Ο Αλφόνσο έμεινε άναυδος.

«Να προσφέρει ένα δώρο…. Τόσο εύκολο, αλλά και τόσο δύσκολο ταυτόχρονα».

Τι μπορούσε να χαρίσει σε μία Θεά και πού θα το έβρισκε; Αγχωμένος, παρακολουθούσε τον χρόνο στην κλεψύδρα που του άφησε η Νύμφη να περνά και η αγωνία του κορυφωνόταν.

Γύρω του οι Νύμφες τον περιεργάζονταν σιωπηλές. Ίσως να μπορούσαν να τον καθοδηγήσουν. Τις ρώτησε, αλλά εκείνες του εξήγησαν πως όφειλε να αναζητήσει μόνος του τη λύση.

Σταδιακά η νύχτα χάθηκε και ο ήλιος ήταν έτοιμος να «πάρει» τη θέση του. Οι Νύμφες, οι νάνοι και η Νύμφη της Πηγής πλησίασαν τον καταρράκτη και γονάτισαν.

Συνεχίζεται….

Συνταγή της Αμβροσίας: Πολυχρωμία

Υλικά:

½ δόση μους βανίλια

½ δόση μους σοκολά

8 μπισκότα δημητριακών

Γλυκό του κουταλιού φράουλα

Πολύχρωμη τρούφα

Εκτέλεση:

Σε οχτώ μικρά μπολ μοιράζουμε τα μπισκότα που έχουμε σπάσει, τοποθετούμε από μια φράουλα με ελάχιστο σιρόπι, λίγη μους σοκολά και από επάνω μους βανίλια. Στολίζουμε με πολύχρωμη τρούφα και διατηρούμε στο ψυγείο.