Γράφει ο Ερμής:
Συνέχεια από 5ο μέρος
Η στιγμή έφθασε. Τα νερά του καταρράκτη άνοιξαν σαν να υπήρχε μία κρυμμένη πόρτα και ένα μικρό νούφαρο κύλησε στο νερό και σταμάτησε ακριβώς στη μέση. Μέσα στο νούφαρο καθόταν μια ηλιαχτίδα. Αυτή ήταν η Θεά της Πηγής.
«Μια ηλιαχτίδα», αναλογίστηκε ο Αλφόνσο και άξαφνα είχε μία ιδέα.
Έσκυψε και με μεγάλη προσοχή, επειδή ήταν μικροκαμωμένη, χάιδεψε την ηλιαχτίδα.
Όλοι γύρω του ξαφνιάστηκαν με την πράξη του. Πώς τόλμησε να συμπεριφερθεί αγενώς προς τη Θεά; Έντρομοι, περίμεναν την αντίδραση της, αλλά η απάντησή της τους εξέπληξε.
«Είναι το ωραιότερο δώρο που θα μπορούσες να μου χαρίσεις. Τόσους αιώνες προσφέρω τα χάδια μου στους ανθρώπους, τους περιβάλλω με το φως μου και όμως ποτέ κανείς δεν μου ανταπέδωσε ούτε ένα χάδι. Σ’ ευχαριστώ!» αναφώνησε συγκινημένη η ηλιαχτίδα και έδωσε εντολή στη Νύμφη της Πηγής να ικανοποιήσει την επιθυμία του Αλφόνσο.
Χαρούμενος εκείνος και οι νάνοι ευχαρίστησαν τις Νύμφες και πήραν τον δρόμο του γυρισμού, κουβαλώντας μαζί τους το πολύχρωμο νερό, ενώ όταν επέστρεψαν στον πύργο η Ελπίδα ανακοίνωσε στον Αλφόνσο ότι την επόμενη ημέρα θα επισκέπτονταν μαζί το χωριό του.
Αυτήν τη φορά το ταξίδι δεν ήταν μήτε χρονοβόρο, μήτε επίπονο, γιατί ένα γαλάζιο σύννεφο τους μετέφερε γρήγορα και άνετα.
Καθώς ο Αλφόνσο έλειπε αρκετές ημέρες από το σπίτι του, οι γονείς και τα αδέλφια του πίστευαν ότι είχε χαθεί. Μόλις τον είδαν λοιπόν, τον αγκάλιασαν ευτυχισμένοι, ενώ οι κάτοικοι του χωριού συγκεντρώθηκαν γύρω του, ζητώντας να μάθουν τι είχε συμβεί κατά τη διάρκεια της απουσίας του.
«Δεν ήρθα μόνος», τους δήλωσε ο Αλφόνσο και τους σύστησε την Ελπίδα.
Η παρουσία της τους εξέπληξε όλους και κυρίως τον Πρόεδρο του χωριού που δεν πίστευε σε παραδοξολογίες.
Η Ελπίδα προχώρησε και στάθηκε στο κέντρο της πλατείας του χωριού, ενώ οι κάτοικοι παρακολουθούσαν αμίλητοι.
Τα παιδιά δημιούργησαν γύρω της έναν κύκλο και ενώ εκείνη έστεκε αρχικά ακούνητη σαν άγαλμα, στη συνέχεια άρχισε να χορεύει. Τα παιδιά τη μιμήθηκαν, ενώ οι ενήλικες προσπαθούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε.

Μερικά λεπτά αργότερα, η Ελπίδα και τα παιδιά σταμάτησαν να χορεύουν και ο μεγάλος κύκλος που είχαν σχηματίσει, διαλύθηκε και σχηματίστηκαν μικρότεροι. Η Ελπίδα είπε κάτι χαμηλόφωνα στα παιδιά και εκείνα σκορπίστηκαν, έσκαψαν στο χιόνι και έφεραν κλαδιά από τα δέντρα και γυμνά κοτσάνια από τα λουλούδια.
Αφού τα συγκέντρωσαν στο κέντρο κάθε κύκλου, τα έσπασαν σε μικρά κομμάτια και τότε η Ελπίδα κούνησε το ραβδάκι της.
Τα κομμάτια από τα κλαδιά και τα κοτσάνια στροβιλίστηκαν και δημιούργησαν έναν μικρό ανεμοστρόβιλο που ανέβηκε προς τον ουρανό και μετατράπηκε σε πολύχρωμα πυροτεχνήματα που έσκασαν και μεταμορφώθηκαν σε πεταλούδες.
Αμέτρητες πεταλούδες διαφορετικών χρωμάτων που πέταξαν ψηλά, έσπρωξαν τα σύννεφα και άφησαν να φανεί ολόλαμπρος ο ήλιος που ζέστανε την πλάση και έλιωσε μεμιάς το χιόνι και τους πάγους.
Οι πεταλούδες πέταξαν στη συνέχεια χαμηλά, άγγιξαν το χώμα, τα δέντρα, τα σπίτια και τους ανθρώπους, ενώ τα λουλούδια άνθισαν ξανά, οι θάμνοι και τα δέντρα ανέκτησαν το φύλλωμα τους και τα πουλιά κελάηδησαν τις πιο γλυκές τους μελωδίες.
Η χαρά και το γέλιο φώτισε τα πρόσωπα όλων και ο εφιάλτης επιτέλους τελείωσε.
Ευτυχισμένος, αλλά και απορημένος, ο Αλφόνσο πλησίασε την Ελπίδα. Εκείνη του είχε πει πως οι άνθρωποι όφειλαν να της αποδείξουν την πίστη τους. Δεν τους ζήτησε όμως τίποτα και τους βοήθησε, δίχως κανένα αντάλλαγμα.
«Τα παιδιά πιστεύουν σ’ έναν καλύτερο κόσμο. Έναν κόσμο όπου όλοι θα ζουν αγαπημένοι και δεν θα υπάρχει βία, πόλεμος και αδικία. Και επειδή εκείνα είναι το μέλλον, γι’ αυτό συζήτησα με τις αδελφές μου και αποφασίσαμε να σας δώσουμε μια δεύτερη ευκαιρία. Οι ενήλικες πήραν το μάθημά τους. Δεν είχαμε όμως κανένα δικαίωμα να τιμωρούμε τα παιδιά για τα λάθη των γονιών τους.
Αντίο Αλφόνσο. Εύχομαι να μην χρειαστεί να ξανασυναντηθούμε», είπε η Ελπίδα και, δίχως να περιμένει απόκριση, κούνησε το ραβδάκι της και εξαφανίστηκε.
Ο Αλφόνσο θέλησε να μιλήσει σε όλους και να τους εξηγήσει. Τον εμπόδισε όμως η Ανσελίνα:
«Οι άνθρωποι είναι δύσπιστοι. Δεν καταλαβαίνουν τη μαγεία των πραγμάτων. Τώρα όλα διορθώθηκαν. Δεν είναι ούτε η πρώτη, αλλά ούτε και η τελευταία φορά που ο κόσμος δοκιμάζεται. Να θυμάσαι ότι καθένας από εμάς αλλάζει τις απόψεις και τις συνήθειές του μόνον όταν έρχεται αντιμέτωπος με τη συνείδησή του και παραδεχτεί τα λάθη του».
Ο Αλφόνσο άκουσε προσεκτικά τα λόγια της και κατάλαβε ότι τόσο η Ανσελίνα, όσο και η Ελπίδα είχαν δίκιο. Κάποιες φορές οφείλεις να σταματάς την ιστορία.
Το επόμενο πρωινό οι κάτοικοι του χωριού και των υπολοίπων γειτονικών περιοχών ξαναβρήκαν τη ρουτίνα τους και καθώς ο Αλφόνσο καθόταν στη σχολική αίθουσα και παρακολουθούσε το μάθημα, αναρωτιόταν αν θα υπήρχε γι’ αυτόν άλλη περιπέτεια στο μέλλον…………
ΤΕΛΟΣ

Συνταγή της Αμβροσίας: Γλυκιά όψη
Υλικά:
15 ώριμα σύκα
1 lt άοσμη δυνατή τσικουδιά
½ lt γλυκό σαμιώτικο κρασί
10 σπόροι τόνγκα
1 κ.σ. σπόροι κάρδαμου
1 κούπα ζάχαρη
Εκτέλεση:
Πλένουμε και κόβουμε σε δυο κομμάτια τα σύκα, χωρίς να αφαιρέσουμε τη φλούδα. Σπάζουμε τους σπόρους τόνγκα και τοποθετούμε όλα τα υλικά σ’ ένα μεγάλο βάζο, που κλείνει αεροστεγώς. Φυλάμε το βάζο σε σκιερό σημείο και ανακινούμε το περιεχόμενο 2 – 3 φορές ημερησίως για σαράντα ημέρες. Στραγγίζουμε σ’ ένα τουλπάνι το ποτό, επαναλαμβάνουμε άλλες 2 φορές τη διαδικασία και το αδειάζουμε σε κρυστάλλινη μποτίλια.