Γράφει ο Ερμής:
Είχε ήδη σκοτεινιάσει, όταν η Τζόαν μπήκε στο μπαρ.
«Άλλη μια νύχτα», συλλογίστηκε, καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω της και έριχνε μια ματιά στον νυχτερινό ουρανό που φωτιζόταν από τα αναμμένα λαμπιόνια του.
«Άλλη μια νύχτα που θα πρέπει να χαμογελάω, να είμαι ευγενική, συγκαταβατική και να δοκιμάζω τα όριά μου στην ανοχή της ηλιθιότητας».
Άλλη μια νύχτα που προστίθετο στα τριάντα χρόνια που έκανε αυτή τη δουλειά. Μια δουλειά που ξεκίνησε με αρκετές φιλοδοξίες, της χάρισε λεφτά, επιτυχία και φήμη, την ανέβασε στην κορυφή, αλλά ταυτόχρονα την ανάγκασε σε αρκετούς συμβιβασμούς στον αγώνα της επικράτησης.
Ώσπου, μια ημέρα αποφάσισε ότι δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο πλέον για να σκύβει το κεφάλι και να ανέχεται τα καπρίτσια και τις ιδιοτροπίες εκείνων που δεν ήταν ικανοί να πετύχουν τίποτα μόνοι τους και δίχως υποστήριξη.
Έτσι, ένα πρωινό έπαψε να είναι ατζέντης μεγάλων καλλιτεχνών, άλλαξε το όνομά της και αποδέχτηκε την πρόταση να στήσει αυτό το μπαρ που είχε στοιχεία μιας άλλης εποχής.
Μιας εποχής που ενώ η Τζόαν γνώρισε αρχικά μέσα από τα αναγνώσματά της, μαγεύτηκε τόσο, ώστε κατέληξε να την ερευνήσει διεξοδικά και να ανακαλύψει όλες τις πτυχές της, ακόμα και αυτές που ήταν κρυμμένες στο σκοτάδι.
Μια εποχή που ήταν ένα διάλειμμα ανάμεσα στο φως και το έρεβος, τον όλεθρο και την αναγέννηση, την απελπισία και την ελπίδα. Μια εποχή που οι άνθρωποι καταλάβαιναν το νόημα της ύπαρξης, της ζωής και της ελευθερίας και ίσως ήταν τόση η λαχτάρα που τους οδηγούσε ακόμα και σε βήματα που τους ισορροπούσαν σε τεντωμένο σχοινί.
Και αυτά ακριβώς ήταν τα χαρακτηριστικά που γοήτευαν τη Τζόαν. Όταν λοιπόν ένας ιδιοκτήτης πολυεθνικής της εξήγησε την πρόθεσή του να ανοίξει ένα μπαρ που θα ήταν η μεγάλη έκπληξη της πόλης και της ζήτησε να αναλάβει την οργάνωση και τη διεύθυνσή του, εκείνη ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει.

Είχε τη γνώση, τους κατάλληλους ανθρώπους για το κατασκευάσουν και να το διακοσμήσουν και κυρίως τα χρήματα, αφού το νέο της αφεντικό υποστήριξε την ιδέα της, θέτοντάς της μόνο δυο όρους. Να του δημιουργήσει έναν ξεχωριστό χώρο, όπου θα μπορούσε να δέχεται τους φίλους του και να φροντίσει να φέρει κέρδος.
Δυο όρους δηλαδή που η Τζόαν δεν φοβήθηκε, κυρίως τον δεύτερο, αφού ήξερε καλά τον κόσμο της διασκέδασης και κυρίως της νύχτας.
Δημιούργησε επομένως ένα ατμοσφαιρικό κλαμπ του Μεσοπολέμου, με έντονα στοιχεία βερολινέζικου καμπαρέ, όπου οι ήχοι της τζαζ, του σουίνγκ, αλλά και της ελληνικής οπερέτας, διακόπτονταν από τα νούμερα ενός κονφερασιέ.
Κάθε άτομο του προσωπικού ήταν δική της επιλογή και απολύτου εμπιστοσύνης. Έξυπνοι, εχέμυθοι και ικανοί, φορούσαν κάθε βράδυ τη στολή τους, καρφίτσωναν στο πέτο το ταμπελάκι με το όνομα που τους είχε δώσει η Τζόαν και εξυπηρετούσαν τους θαμώνες που ανήκαν στα υψηλότερα οικονομικά στρώματα της πόλης, αφού η διασκέδαση στο συγκεκριμένο μπαρ κόστιζε και μάλιστα πολύ.
Η Τζόαν είχε δώσει σε όλους στο μπαρ ένα ψευδώνυμο. Στους σερβιτόρους, στους ανθρώπους που εξυπηρετούσαν την κουζίνα, το μπαρ, το παρκινγκ, τη φύλαξη, την καθαριότητα, στις χορεύτριες, στους μουσικούς, στην τραγουδίστρια, αλλά ακόμα και στον ιδιοκτήτη που ενώ δεν είχε ρωσική καταγωγή, εκείνη τον είχε βαφτίσει Ιβάν, ίσως γιατί ήταν ψηλός, γεροδεμένος, σοβαρός και είχε ένα κοφτερό βλέμμα που δεν άφηνε περιθώρια παρανόησης ή ανοχής σε λάθη.
Και αυτό το ψευδώνυμο χάριζε σε όλους την ανωνυμία και κατ’ επέκταση την ελευθερία να είναι κάποιοι άλλοι. Να αποτινάσσουν από επάνω τους τον μανδύα της καθημερινότητας, των υποχρεώσεων και των περιορισμών, να ξεφεύγουν από μια ασήμαντη, αδιάφορη ρουτίνα και να αγκαλιάζουν τις επιθυμίες και τους πόθους τους. Να μεταμορφώνονται σε κάποιους άλλους, κάποιους που απείχαν πολύ από το πρόσωπο που γνώριζαν οι φίλοι και οι οικείοι.
Όπως η τραγουδίστρια Μάριον, ο κονφερασιέ Σαμουήλ, ο σαξοφωνίστας Μπάρι, η πιανίστα Βίκυ, ο κοντραμπασίστας Μέλβιν και ο τρομπετίστας Κένι που, όταν χρειαζόταν, εναλλασσόταν μαζί με τον Μέλβιν στα τύμπανα. Όλοι, άνθρωποι μέσης ηλικίας που βρέθηκαν στο μπαρ είτε για οικονομικούς λόγους επιβίωσης, είτε από δίψα για την ικανοποίηση ενός νεανικού ανεκπλήρωτου ονείρου.
Ενός πόθου δηλαδή που τους εμπόδισε καλώς ή κακώς να βιώσουν το πάθος του ονείρου.
Και αυτή η διττή υπόσταση, ο συνδυασμός των δυο στοιχείων ενέπνευσε τη Τζόαν για την ονομασία του μπαρ «Πόθοι, Όνειρα και Πάθη».
Συνεχίζεται……………

Συνταγή της Αμβροσίας: Άλλη εικόνα
Υλικά:
10 φιρίκια
1 κούπα ζάχαρη
1 φλ. κονιάκ
1 ποτ. νερού κόκκινο φρουτώδες κρασί
Αμύγδαλο φιλέ
Σαντιγί
Τριμμένη σοκολάτα
Κερασάκια μαρασκίνο
Εκτέλεση:
Καθαρίζουμε τα φιρίκια και αφαιρούμε προσεκτικά το κουκούτσι, χωρίς να τα κόψουμε. Τα τοποθετούμε όρθια σε ταψί και ρίχνουμε τη ζάχαρη, το κονιάκ και το κρασί. Στο σημείο που έχει αφαιρεθεί το κουκούτσι, ρίχνουμε αμύγδαλο φιλέ και στη συνέχεια τοποθετούμε το ταψί σε προθερμασμένο φούρνο. Ψήνουμε τα φιρίκια, μέχρι να μαλακώσουν και όταν κρυώσουν, τα τοποθετούμε σε πιατέλα. Στολίζουμε κάθε φιρίκι με σαντιγί, πασπαλίζουμε με τριμμένη σοκολάτα και τοποθετούμε στο κέντρο ένα κερασάκι μαρασκίνο. Περιμετρικά της πιατέλας, ρίχνουμε λίγο από το σιρόπι των φιρικιών.