Από την Ισμήνη Χαρίλα

M.W.G: Κυρία Βερίγου, το τελευταίο έργο σας «Λασίθι, τόπος Μέγας» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Φίλντισι, αναφέρεται στον τόπο που μεγαλώσατε. Στο προλογικό σας σημείωμα επισημαίνετε ότι «αισθανθήκατε ότι είχατε μια ανεξόφλητη επιταγή, ένα χρέος: να αναστήσετε ό,τι κινδύνευε να χαθεί, να του δώσετε πνοή».

Η συγγραφή του αφηγήματος σας οδήγησε στην επίτευξη του σκοπού σας;

Χ.Β: Ένιωσα την ανάγκη να μιλήσω για τους θρύλους, τους μύθους, την ιστορία και τους ανθρώπους της γενέθλιας γης του Οροπεδίου Λασιθίου, μέσα από την προσωπική «μυθολογία» και το νόστο επιστροφής στη γενέτειρα. Γράφοντας αισθάνθηκα να συνδιαλέγομαι με τους νεκρούς, με τους απόντες, με ψυχές που δεν γνώρισα. Δρόμοι της ζωής που πήρα δεύτερη φορά, με πάθος, δρόμοι της απουσίας και της απώλειας που ακόμη φοβάμαι. Δρόμοι της ανεμελιάς κάποτε. Δρόμοι που μιλούν τη δική τους γλώσσα ψιθυριστά, καθώς μοιράζουν πεπρωμένα, εκεί που η αγάπη γίνεται περιουσία. Από το μωσαϊκό της μνήμης ξεχωρίζω «Το απάνω δώμα της γης» ανάγοντας στην καρδιά και στη συνείδησή μου, το Λασίθι σε τόπο Μέγα, συμβολικό ενός κόσμου αγνού και παραδείσιου. Με εξομολογητικό ύφος, προσκυνώ τη ρίζα μου με ευγνωμοσύνη, ελπίζοντας η κατάθεση αυτή της ψυχής να απελευθερώσει όχι μόνο εμένα, αλλά και τον αναγνώστη σε καινούργιο καιρό. Η συγγραφή του αφηγήματος ήταν ένα μοναδικό ταξίδι, ο προορισμός είχε ως πλεονέκτημα την αμεσότητα σε μια μυσταγωγία που μπορούσε να μού προσφέρει χρήσιμα και αληθινά μαθήματα ζωής, οπότε ναι, θεωρώ ότι όχι μόνο με οδήγησε στην επίτευξη του σκοπού μου αλλά και με λύτρωσε.

M.W.G: Ο αναγνώστης μαθαίνει για τη Λασιθιωτική γη, την ιστορία, τους μύθους, τους θρύλους της, τη φύση, αλλά και για τη ζωή των κατοίκων, τον χαρακτήρα και τις συνήθειές τους. Το πόνημά σας επομένως συνοψίζει όλα όσα διακρίνουν αυτόν τον τόπο. Αν όμως έπρεπε να τον περιγράψετε με μια φράση, ποια θα ήταν αυτή;

Χ.Β: Αυτό που δηλώνει ο τίτλος του βιβλίου. Λασίθι, τόπος Μέγας – η κούπα των θεών!

M.W.G: Ήταν εύκολη για εσάς η αναδρομή στο τοπίο των παιδικών σας χρόνων; Αναβίωσαν αβίαστα οι εικόνες και τα ακούσματα;

Χ.Β: Στην προσπάθειά μου, να ανακαλέσω στη μνήμη αυτά που είχα ακούσει, όσα μού είχαν συμβεί και εκείνα που μού εμπιστεύτηκαν, ένιωσα μια έπαρση αφού η αναβίωση εικόνων και ακουσμάτων γινόταν όλο και πιο γοητευτική, και η περιγραφή αρχικά φάνταζε κάπως εύκολη. Όλα είχαν μια σαφήνεια στη σκέψη μου, μα δεν ήταν και τόσο εύκολο τελικά να περάσουν από τα κελιά τού νου στο χαρτί. Λένε πως η γλώσσα είναι εκείνη που βοηθά στο να δημιουργηθεί μία καλή δομή για τις αναμνήσεις. Έκλεινα τα μάτια και άκουγα φωνές που αγάπησα, «στη γλώσσα που διαβάζουνε οι αγράμματοι κι αγιάζουνε», αυτή η διαδικασία με καλούσε να συνεχίσω.

M.W.G: Αναμνήσεις. Πόσο επηρεάζουν τη ζωή ενός ανθρώπου και πώς καθορίζουν την πορεία του; Είναι τελικά εκείνες που ενώνουν ό,τι έχει διασκορπιστεί;

Χ.Β: Τα γεγονότα και τα πρόσωπα στα οποία στηρίχτηκα δημιούργησαν μία αφηγηματική δομή λίγο – λίγο, που όσο κι αν με δυσκόλευε, κατάφερνε να ενώνει τους κρίκους με ό,τι είχε διασκορπιστεί. Γράφοντας, ανακάλυπτα πως στην ωριμότητα μου, μπορούσα να γίνω πιο ικανή στο να ανακαλώ στη μνήμη μου πρόσωπα και γεγονότα που συνέβησαν πίσω στον χρόνο, οπότε ναι, οι αναμνήσεις μας είμαστε εμείς και παίζουν σημαντικό ρόλο όχι μόνο στο πώς κατανοούμε τον κόσμο και τις εμπειρίες του, αλλά και πώς κρίνουμε τη θέση μας σε αυτόν στο παρόν και στο μέλλον.

M.W.G: Αναφέρετε ότι «ως Χαρούλα Βερίγου γοητεύεστε από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια της Κρήτης, ενώ ως Ζωή Δικταίου επιστρέφετε την ευγνωμοσύνη σας στο Ιόνιο φως και τη βροχή».

Κρήτη και Ιόνιο. Ποιες οι διαφορές και οι ομοιότητές τους για εσάς και ποια περιοχή βαραίνει περισσότερο στην καρδιά σας;  

Χ.Β: Η Κρήτη μού έχει δώσει την πολιτισμική ταυτότητα μέσα από μια βιωμένη παράδοση, κληροδοτώντας μου έναν τρόπο ζωής που μού επιτρέπει «να είμαι Κρητικιά» και ας ζω στο Ιόνιο, προικισμένη με μια ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση θα έλεγα, που προκύπτει μέσα από τη γλώσσα, αυτή την υπέροχη κρητική διάλεκτο, τις παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα, τα ακούσματα, τις εκφράσεις ενός ιδιαίτερου λαϊκού πολιτισμού, τη μουσική, τα τραγούδια, τους χορούς, τις παρέες. Η Κέρκυρα με αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή, την αγάπησα και με αγάπησε, μού άνοιξε άλλους ορίζοντες δίδοντάς μου την ευκαιρία να μετρήσω τη ζωή και τις αξίες σε ένα άλλο πολιτιστικό και κοινωνικό πλαίσιο με τεράστιο ομολογουμένως ενδιαφέρον και πολλή ομορφιά. Τόσο τα άυλα ερείσματα, που μεταλαβαίνουν οι αισθήσεις στην καθημερινότητά μου στη μοναδική αυτή φύση που ζω, όσο και τα συναισθήματα που γεννιούνται, αισθάνομαι ότι συνεισφέρουν στη βελτίωση και στην ανάπτυξη μιας ταυτότητας που θέλω πραγματικά να έχω. Δεν θα σταθώ σε διαφορές. Πιστεύω πως είναι πολλά τα κοινά πολιτισμικά στοιχεία ανάμεσα στην Κρήτη και στην Κέρκυρα και βολεύομαι το ίδιο καλά και στα δύο νησιά, έχω ζήσει εξ’ άλλου το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου στην Κέρκυρα και ειλικρινά νιώθω ευγνωμοσύνη στο Ιόνιο φως και στη βροχή. Ας μην ξεχνάμε ότι η Κέρκυρα συνδέθηκε με την Κρήτη άμεσα, με την τραγωδία του «Κρητικού πολέμου», καθώς αποτέλεσε έναν από τους κυριότερους χώρους εγκατάστασης των Κρητών προσφύγων (1645 – 1669), όπως και τα υπόλοιπα Επτάνησα. Στον κρητικό ξεριζωμό, για τους περισσότερους, υπήρξε ο τελευταίος σταθμός. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πολυποίκιλη και καλότυχη επιρροή των Κρητών προσφύγων στην Επτανησιακή κουλτούρα, επιρροή που παραμένει εμφανής και στις μέρες μας. Δεν γίνεται να περάσω από το Μουσείο Σολωμού και να μην σκεφτώ πως ο Εθνικός μας ποιητής όχι μόνο είχε πλήρη επίγνωση της Κρητικής καταγωγής του, αλλά και διατήρησε σε όλη του τη ζωή, άσβεστη την αγάπη του για την Κρήτη. Αγαπώ και τις δυο μου μικρές πατρίδες και τις αγαπώ με πάθος! Δύο από τα υπό έκδοση βιβλία μου μικρή κατάθεση ευγνωμοσύνης, αφορούν στην Κέρκυρα, «Κέρκυρα, σμίλη της ψυχής» και «Οιστρήλατος, Ιόνιος πλους».

M.W.G: Έχετε ασχοληθεί με την ποίηση και τον πεζό λόγο και έχετε δηλώσει ότι αγαπάτε τον τελευταίο και ας επιστρέφετε πάντοτε στην ποίηση. Τι αντικατοπτρίζει επομένως για εσάς καθένα από τα δυο αυτά είδη;

Χ.Β: Ναι, επιστρέφω συνειδητά από μεγαλύτερη εσωτερική ανάγκη στην ποίηση. Είναι μια πράξη ρομαντική που θεραπεύει τον ανήσυχο νου στο ταξίδι τού χρόνου, μια παραξενιά πολυτελείας αν θέλετε, μια ευεργεσία συνείδησης που μού επιτρέπει να ζω χωρίς ενοχές. Στην Κέρκυρα, ως Ζωή Δικταίου, δόκιμη της ποίησης, καταθέτω την ψυχή μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή. Κάποιες φορές, αισθάνομαι πως η Χαρούλα Βερίγου, ονειροπόλα, αρνούμενη να συμβαδίσει με την παρακμή στη σύγχρονη πραγματικότητα παρέμεινε στην Κρήτη, να πορεύεται μόνη της στα βουνά, να γοητεύεται από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια του τόπου, να ακούει ιστορίες, να ψάχνει στο φως του λύχνου τους καλούς παραμυθάδες μα να μην παραμυθιάζεται, να γεμίζουν αλμύρα τα μάτια της στο άκουσμα μιας μαντινάδας, να συγκινείται με την χειραψία, να σκέφτεται ελεύθερη χωρίς φραγμούς, να ζει και να πεθαίνει σε μια νύχτα γιατί «Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο» , να αποκλίνει από τον κόσμο των πολλών, να φεύγει από ό,τι δεν βολεύει την καρδιά της, να διαβάζει, να γράφει, να ταξιδεύει στη μαγεία του πεζού λόγου. Ο πεζός λόγος είναι όχημα μαγείας, είναι η κουλτούρα της ευγένειας των λέξεων.

M.W.G: Τελικά η λογοτεχνία είναι μοναχική; Χρειάζεται η σιωπή για να λυτρωθούν οι λέξεις;

Χ.Β: Η μοναχικότητα γίνεται συνοδοιπόρος για την πνευματική ανύψωση και κορυφώνεται στη σιωπή. Η γραφή είναι ιερή υπόθεση, αποτελεί επιθυμία και επιταγή της ψυχής που έχει ανάγκη τη μοναχικότητα για να εκφραστεί. Όταν γράφω, θαρρείς και κάνω ανακωχή και πόλεμο μαζί, με τον μέσα μου άνθρωπο ανάβοντας όλα τα σκοτάδια. Σε αυτή τη δημιουργική μοναχικότητα της λογοτεχνίας δεν υπάρχει σύνορο. Αγαπώ τις ώρες της σιωπής θαρρείς κι όταν γράφω, παίρνουν μεταγραφή οι αμαρτίες μου. Η λογοτεχνία υπηρετείται περισσότερο από μοναχικούς ανθρώπους, από εκείνους που δεν βολεύονται και που όσο κι αν προσπάθησαν δεν κατάφεραν ποτέ να περπατήσουν για πολύ σε στράτες ευτυχίας, δεν τους αφήνουν οι μέσα φωνές. Ο μοναχικός άνθρωπος, έχει μια πιο έντιμη και πιο ειλικρινή συμπεριφορά, μένει ελεύθερος, αφουγκράζεται και τολμά να ζητά ακόμη και τις αλήθειες που στέκονται απέναντί του με σκληρότητα πολλές φορές, για να τον λυτρώσουν όμως μέσα από τις λέξεις.

M.W.G: Υπάρχει κάποιο έργο σας που ξεχωρίζετε; Ή αντίστοιχα κάποιο που – αν το γράφατε σήμερα – θα του δίνατε διαφορετική μορφή;

Χ.Β: Όχι, δεν ξεχωρίζω κάποιο.Ο νομπελίστας Hermann Hesse, υποστήριζε πως, «Η πραγματική αποστολή του ανθρώπου είναι να βρει τον δρόμο προς τον εαυτό του». Αισθάνομαι πως κάθε έργο μου, κυλάει μέσα μου όπως το νερό, πότε φορτωμένο αλμύρα και πότε βροχή, κυλάει και με οδηγεί, μα δεν γίνεται να περάσει δεύτερη φορά από την ίδια διαδρομή, γι’ αυτό δεν θα ήθελα να αλλάξω τίποτα, όλα τα αγαπώ με τις ατέλειες, τα λάθη, ενδεχομένως και τα ελλείμματα που έχουν.

M.W.G: Σας ευχαριστούμε πολύ και ευχόμαστε καλή επιτυχία στο έργο σας.

Χ.Β: Ευχαριστώ από καρδιάς για την ευχή και την τιμή της συνάντησης.Να θέλει η ζωή, ό,τι ονειρεύεστε και να δικαιώνει η αγάπη τους στόχους σας, εκεί που γέρνουν οι ψυχές, εκεί που ακόμη είναι χτες.

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης

Χαρούλα Βερίγου,

αλλά και Ζωή Δικταίου